Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

Ο Κομήτης

***Μία ιστορία μετά απ' αρκετό καιρό. Ελπίζω να την απολαύσετε!!!***


«Άλλο ένα!», είπε με βέβαιη σιγουριά ο Φλέτι. Όσοι βρίσκονταν πίσω του, δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν το γέλιο τους μπροστά στην ανοησία που έβλεπαν. Το να τραβάει κανείς φύλλο ενώ έχει δεκαέξι είναι κάτι λογικό, στο δεκαεννιά όμως;
«Χμ! Θέλεις να τα χάσεις όλα έτσι δεν είναι;», αποκρίθηκε ο Ζόσχα και άγγιξε την κορυφή της τράπουλας για να δώσει φύλλο.
«Στάσου!», φώναξε ο Φλέτι, «Ποντάρω ακόμα το ρολόι μου κι αυτό το χρυσό δαχτυλίδι.», πρόσθεσε κι έβγαλε το ρολόι και το δαχτυλίδι από το χέρι του και τ’ ακούμπησε μπροστά στη σωρό με τα χρυσά και τ’ ασημένια νομίσματα που ‘χε ποντάρει προηγουμένως.
Όλο το μπαρ γελούσε τώρα με τα καμώματά του. «Μα ποιος νομίζει ότι είναι;», «Καλά αυτός έχει μεθύσει για τα καλά!», «Ε χαζέ! Έλα κι από δω να μας χρυσώσεις, μην τα ξοδέψεις όλα εκεί!», φώναζαν αρκετοί θαμώνες απ’ όλο το μπαρ. Το βλέμμα του Φλέτι όμως ήταν απαθές. Τα μαύρα μάτια του κοιτούσαν σταθερά τα φύλλα που κρατούσε το αριστερό του χέρι.
«Δώσ’ το τώρα!», είπε αφότου έβρεξε τα χείλη του με λίγο ακόμα ουίσκι.
Ο Ζόσχα έσπρωξε το φύλλο προς το Φλέτι και περίμενε να τον ακούσει να κλαίει, καθώς θα τα έχανε όλα. Περίμενε ακόμα ν’ ακούσει πιο δυνατά από πριν γέλια απ’ τους θαμώνες κατά μήκος όλου του μπαρ.
Ο Φλέτι σήκωσε το φύλλο του και νεκρική σιωπή απλώθηκε στο χώρο.
«Εικοσιμία!», ανακοίνωσε πανηγυρικά καθώς ακούμπησε τα φύλλα του πάνω στην πράσινη τσόχα.
Το πρόσωπο του Ζόσχα κόκκινισε απ’ το θυμό που τον κυρίευσε. Τα δύο κλειστά του φύλλα έκαναν άθροισμα είκοσι και θεωρούσε εδώ και ώρα τον εαυτό του νικητή.
«Έκλεψες!», φώναξε δυνατά χτυπώντας το χέρι του πάνω στη τσόχα. «Αυτό είναι, έκλεψες, δεν εξηγείται αλλιώς, έκλεψες.», φώναζε υστερικά.
«Εάν δεν μπορείς να το αποδείξεις, τότε δεν έχει νόημα να σπαταλώ άλλο το χρόνο μου μαζί σου.», απάντησε ο Φλέτι κι άρχισε να μαζεύει τα νομίσματα που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι. «Και μου χρωστάς ακόμα αντάλλαγμα για το ρολόι και το δαχτυλίδι.», πρόσθεσε.
«Δεν θα πάρεις τίποτα κλέφτη!», φώναξε άλλη μια φορά ο Ζόσχα και όρμησε στο Φλέτι.
Πριν προλάβει όμως η γροθιά του να το χτυπήσει, μία φιγούρα ντυμένη στα μαύρα με καλυμμένη το πρόσωπό της με κουκούλα, του έπιασε το χέρι. «Παραδέξου ότι έχασες και πλήρωσε αυτά που πρέπει.», είπε.
«Δεν πρόκειται!», απάντησε ο Ζόσχα και προσπάθησε να χτυπήσει το μαυροντυμένο τύπο. Όμως ο κουκουλοφόρος ήταν αρκετά ευκίνητος. Πρόλαβε ν’ αποφύγει τη γροθιά του Ζόσχα κι έπειτα τον πέτυχε τρεις φορές με δύναμη στο πρόσωπο. Αν και τα χτυπήματά του δε φανήκαν τόσο δυνατά στους γύρω θαμώνες, που κοιτούσαν περιέργως σιωπηλοί όλη αυτή την ώρα, ο Ζόσχα σωριάστηκε στο πάτωμα και δίπλα του έπεσαν τρία από τα χρυσά του δόντια. Το μπαρ γέμισε πάλι με κραυγές και γέλια, ενώ πολλοί ζητωκραύγαζαν τόσο για τη νίκη του Φλέτι, όσο και για το μαυροντυμένο που έδειρε το Ζόσχα.
«Θεώρησέ τα αυτά ως το αντάλλαγμα του πονταρίσματος και πάμε.», αποκρίθηκε ο κουκουλοφόρος στο Φλέτι καθώς μάζεψε τα τρία χρυσά δόντια από το έδαφος και του τα προσέφερε.

«Ω, έλα τώρα Ράμπυ, έπρεπε να φύγουμε τόσο βιαστικά; Είχα αρχίσει να ζεσταίνομαι.», παραπονέθηκε ο Φλέτι μόλις βγήκαν έξω από την πόλη.
«Δεν ήρθαμε εδώ για να τζογάρεις. Ήρθαμε να συλλέξουμε πληροφορίες για τον κομήτη που σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός θαμώνα, πρέπει να βρίσκεται κάπου σε αυτήν εδώ την έρημο.», αποκρίθηκε ο Ράμπυ κι έβγαλε την κουκούλα, αποκαλύπτοντας τα πλούσια ασημένια μαλλιά του, τα μελί μάτια του κι ένα σημάδι από κόψιμο που ποτέ δεν αποκάλυψε στο Φλέτι πως το απέκτησε.
«Είσαι σοβαρός Ράμπυ; Η έρημος είναι τεράστια, που θα βρούμε μία πετρούλα από το διάστημα εδώ πέρα;», ρώτησε ο Ράμπυ εκφράζοντας τις αμφιβολίες του.
«Δεν πληρωνόμαστε για να ρωτάμε Φλέτι. Πληρωνόμαστε για να εκτελούμε! Τέρμα τα λόγια, ακολούθα το ρυθμό μου, αλλιώς θα μείνεις πίσω.», απάντησε ο Ράμπυ και χτύπησε ελαφρά τ’ άλογό του στο πλευρό για να επιταχύνει. Ο Φλέτι έκανε το ίδιο ακολουθώντας το Ράμπυ.

Ο Φλέτι κι ο Ράμπυ δεν ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι. Είχαν κάποιες ιδιαιτερότητες, οι οποίες τους προσέφεραν ξεχωριστές δυνάμεις. Ο Φλέτι μπορούσες να ξεφύγει από δύσκολες καταστάσεις χάρις την τύχη του. Όσο πιο δύσκολη η κατάσταση, τόσο πιο τυχερός στεκόταν. Ο Ράμπυ από την άλλη είχε τη δύναμη να επηρεάζει τα αντικείμενα που άγγιζε, με όποιο τρόπο έκρινε κατάλληλο. Η γνωριμία τους έγινε σ’ ένα καζίνο, ήταν η πρώτη φορά που ο Φλέτι δυσκολευόταν να κερδίσει. Ο Ράμπυ έλεγχε τα φύλλα, με αποτέλεσμα η τύχη του Φλέτι να μην είναι αρκετή για να κερδίσει. Παρ’ όλ’ αυτά δεν έχανε κι όλας. Το παιχνίδι τους κράτησε ως το πρωί, μέχρι που το καζίνο βαρέθηκε ν’ ακούει τις φωνές τους και τους πέταξε έξω.

Ταξίδεψαν τρεις μέρες, δίχως να βρουν κάτι. Το έδαφος γύρω ήταν ξερό και ο ήλιος έκαιγε καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας. Η τροφή και το νερό τους προερχόταν απ’ τους κάκτους που στέκονταν περίτρανα σε διάφορα σημεία, γεμίζοντας το αδειανό τοπίο.
«Για πολλοστή φορά θα στο πω Ράμπυ, δεν πρόκειται να τον βρούμε. Ας γυρίσουμε πίσω. Είναι μέρες που ψάχνουμε σε τούτη την αφόρητη ζέστη.», παραπονέθηκε ο Φλέτι.
«Σύντομα θα το βρούμε. Αισθάνομαι κάποια διαταραχή στη γύρω περιοχή. Επίσης, ο Κόσλα μας το πε καθαρά. Να μην επιστρέψουμε εάν δεν βρούμε τον κομήτη.», απάντησε ο Ράμπυ.
«Ήξερα ότι ήταν κακή ιδέα ν’ ανακατευτούμε μ’ αυτούς. Ράμπυ, δεν μου αρέσουν αυτοί οι τύποι και ότι κι αν θέλουν τον κομήτη, σίγουρα δεν θα είναι για καλό. Μπορούμε να σταματήσουμε να ψάχνουμε, να φύγουμε μακρυά από την πολιτεία και με όσα χρήματα μας έχουν απομείνει να κάνουμε μία νέα αρχή.», είπε ο Φλέτι.
«Όπου κι αν πάμε θα μας βρούνε. Ο Κόσλα ελέγχει σχεδόν τα πάντα. Και επιπλέον ξέρει ότι είμαστε εδώ και ότι κι ο κομήτης βρίσκεται εδώ.», αποκρίθηκε ο Ράμπυ.
«Τι θες να πεις μ’ αυτό;», ρώτησε ο Φλέτι.
«Θυμάσαι τον τύπο στο μπαρ; Αυτό που έπαιζες χαρτιά;»
«Τον χαμένο το Ζόσχα εννοείς; Χα, του έδειξες να καταλάβει.», είπε γελώντας ο Φλέτι. «Που κολλάει όμως αυτός;», ρώτησε στη συνέχεια ο Φλέτι.
«Ήταν ένας από τους άντρες του Κόσλα. Τον έβαλε να μας παρακολουθεί. Υπήρχαν άλλοι τέσσερις δικοί του στο μπαρ, οι οποίοι παρακολουθούσαν σιωπηλά τα όσα κάναμε.», εξήγησε ο Ράμπυ.
«Πφφφ, πως μπλέξαμε έτσι;», αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα ο Φλέτι.

Τις καυτές ώρες του μεσημεριού, τις πέρασαν στη σκιά ενός βράχου. Νωρίς το απόγευμα, πριν αρχίσει ο ήλιος να δύει, συνέχισαν την αναζήτησή τους. Ο Ράμπυ είχε ένα περίεργο συναίσθημα, το οποίο τον οδηγούσε προς μία συγκεκριμένη πορεία. Πράγματι, το συναίσθημα που είχε αποδείχθηκε καθοριστικό για την αναζήτησή τους.
Όταν ο ήλιος έπεσε, παρατήρησαν ένα πράσινο φως στον ορίζοντα. Ο Ράμπυ χτύπησε το άλογο του στα πλευρά κι εκείνο επιτάχυνε. Πίσω του ακολούθησε ο Φλέτι. Πλησίασαν αρκετά στο φως και σταμάτησαν μπροστά σ’ ένα μεγάλο κρατήρα.
«Ωωω! Αυτό κι αν είναι καταστροφή.», είπε ο Φλέτι και πλησίασε το χείλος του κρατήρα.
«Φλέτι, δες!», φώναξε ο Ράμπυ και με το δάχτυλό του σημάδεψε το κέντρο του κρατήρα, από το οποίο προερχόταν το πράσινο φως. «Πάμε!», είπε και κατέβηκε από το άλογό του, το οποίο πασσάλωσε, ώστε να μην μπορεί να φύγει μακρυά.
Ο Φλέτι έκανε το ίδιο και στη συνέχεια άρχισαν να κατεβαίνουν στο κρατήρα. Θα θεωρούνταν τυχεροί που είχαν προνοήσει να έχουν μαζί τους ένα μεγάλο σχοινί κι ένα γερό πάσαλο, όμως ο Φλέτι ήταν συνηθισμένος σε τέτοια φαινόμενα. Ο Ράμπυ το είχε συνηθίσει κι αυτός, οπότε συμπεριφέρθηκαν λογικά και χρησιμοποίησαν τα υπάρχοντά τους, προκειμένου να τους είναι εύκολο τόσο το κατέβασμα, όσο και το ανέβασμα.
Ο Ράμπυ πλησίασε πρώτος την πηγή της λάμψης και ο Φλέτι ακολουθούσε.
«Πρόσεχε! Μπορεί να είναι επικίνδυνο.», ψιθύρισε ο Φλέτι στο Ράμπυ.
«Είναι απλώς μία πέτρα.», απάντησε ο Ράμπυ.
«Ναι, μία εξωγήινη πέτρα. Μπορεί να μας ακούει αυτή τη στιγμή η ακόμα χειρότερα, να μας βλέπει που την πλησιάζουμε.», συνέχισε ο Φλέτι.
«Δεν έχεις ιδέα, για το πως λειτουργεί ο κόσμος. Έτσι δεν είναι Φλέτι;», είπε κοροϊδευτικά ο Ράμπυ.
Ο Φλέτι προσπέρασε τα λόγια του Ράμπυ, δίχως να απαντήσει. Είχαν πλέον φτάσει αρκετά κοντά στη πηγή του φωτός, ώστε να μπορούν να διακρίνουν την προέλευσή του.
«Ορίστε Φλέτι, είναι απλώς ένας κρύσταλλος στο κέντρο του κρατήρα. Εντυπωσιακό πραγματικά. Αν και το φανταζόμουν αλλιώς.», αποκρίθηκε ο Ράμπυ.
«Ας το πάρουμε κι ας φύγουμε από εδώ. Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό το μέρος Ράμπυ.», είπε ο Φλέτι κοιτάζοντας ανιχνευτικά το μέρος γύρω του. «Έχω την αίσθηση ότι κάτι μας βλέπει», πρόσθεσε στη συνέχεια.
Ο Ράμπυ το άγγιξε και προσπάθησε να το τραβήξει, όμως ο κρύσταλλος δεν υποχώρησε. Χρησιμοποίησε τη δύναμή του, ώστε να το ελέγξει, όμως ούτε πάλι έγινε κάτι.
«Είναι μάταιο, δεν υποχωρεί. Υπάρχει κάτι που κρατάει το έδαφος. Θα χρειαστούμε την αξίνα.», αποκρίθηκε ο Ράμπυ.
«Θα πάω να τη φέρω εγώ. Εσύ πρόσεχε εδώ κάτω Ράμπυ.», είπε ο Φλέτι, όμως καθώς έκανε να φύγει, το έδαφος άρχισε να σείεται. «Ράμπυ, τι συμβαίνει;», ρώτησε ο Φλέτι.
«Δεν ξέρω. Ο κρύσταλλος! Δες!», απάντησε φωνάζοντας ο Ράμπυ κι έδειξε τον κρύσταλλο που χώθηκε στο έδαφος.
Το έδαφος σειόταν όλο και πιο πολύ. Ο Φλέτι προσπάθησε να τρέξει ως το σχοινί, όμως έχασε την ισορροπία του κι έπεσε. Ο Ράμπυ κινήθηκε προς το μέρος του, όμως στα μισά της απόστασης σταμάτησε.
«Φλέτι, φύγε από εκεί!», φώναξε και ο Φλέτι ίσα που πρόλαβε να κυλιστεί λίγο δεξιά.
Στο σημείο που βρισκόταν πριν μία στιγμή ο Φλέτι, ξεπρόβαλε ένα γιγάντιο φίδι. Τα μάτια του ήταν ήταν σκοτεινά, πιο σκοτεινά από μία αφέγγαρη νύχτα, δίχως αστέρια να την στολίζουν. Το σώμα του ήταν λείο και πράσινο, πράσινο στο χρώμα του κρυστάλλου, που βρισκόταν φυτεμένος στο κεφάλι του, έτοιμος να καρφώσει οτιδήποτε βρισκόταν στο δρόμο του.
«Ράμπυ, σου είπα ότι μας ακούει και μας βλέπει. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να έρθουμε ως εδώ!», είπε φοβισμένα ο Φλέτι.
«Δεν είναι ώρα τώρα για τέτοια Φλέτι. Πρέπει να το πολεμήσουμε.», αποκρίθηκε ο Ραμπυ και πέταξε στην άκρη το μαύρο ένδυμα του.
Στο ζωνάρι του κρέμονταν δύο κοφτερές λεπίδες.
«Δεν περίμενα να τις χρησιμοποιήσω σε τούτο το ταξίδι, όμως ήρθε η ώρα για να τεμαχίσω τούτο δω το πλάσμα.», είπε στον εαυτό του, καθώς ανέσυρε τις λεπίδες και πήρε θέση μάχης.
Ο Φλέτι απομακρύνθηκε σιωπηλά από το εξωγήινο πλάσμα, όμως εκείνο αντιλήφθηκε τις δονήσεις και όρμησε προς το μέρος του. Η τύχη του όμως, γι’ άλλη μία φορά τον ελέησε. Λίγο πριν τον καρφώσει το πλάσμα με το λαμπερό κρυστάλλινο κέρατο, το έδαφος υποχώρησε κάτω απ’ τα πόδια του και ο Φλέτι έπεσε στο εσωτερικό μίας σπηλιάς.
«Πως έμπλεξα έτσι πάλι. Τουλάχιστον εδώ δεν κινδυνεύω να τρυπηθώ.», μουρμούρισε ο Φλέτι στον εαυτό του κι έπειτα άρχισε να περιπλανιέται στο εσωτερικό της σπηλιάς, προσπαθώντας να βρει τρόπο να βγει από εκεί μέσα. Προχώρησε σε μερικούς διαδρόμους και πρόσεξε πως υπήρχαν κρύσταλλοι σαν και του κέρατος του πλάσματος, σ’ αρκετά σημεία, το φως των οποίων έσπαζε το σκοτάδι της σπηλιάς.
Ο Ράμπυ χόρευε με το πλάσμα στο ρυθμό των δύο λεπίδων που έσφιγγε γερά στις παλάμες των χεριών του. Το κρύσταλλο ήταν γερό και δεν έσπαγε, το ίδιο γερές ωστόσο, απεδείχθησαν και οι λεπίδες, οι οποίες παρά τις ορμητικές συγκρούσεις με το κέρατο του πλάσματος, δε λύγισαν.
«Δε θα σ’ αφήσω να νικήσεις. Θα γίνεις το γεύμα των λεπίδων.», φώναξε ο Ράμπυ στο πλάσμα και έτρεξε προς το μέρος του. Το πλάσμα σύρθηκε και αυτό προς το μέρος του Ράμπυ, έτοιμο να τον καρφώσει, όμως ο Ράμπυ ήταν γρήγορος. Λίγο πριν τη σύγκρουση έκανε ένα άλμα και χρησιμοποίησε το κέρατο σαν πάτημα για ένα δεύτερο άλμα, τ’ οποίο τον ανέβασε πάνω στο πλάσμα.
Κάρφωσε τη μία λεπίδα του βαθιά στη λεία σάρκα του πλάσματος. Το μαύρο αίμα που πετάχτηκε απ’ τη στιγμή της εισχώρησης της λεπίδας, έλουσε το Ράμπυ.
«Μαύρο αίμα χα! Σαν και τη μοίρα που σε περιμένει.», είπε γελώντας.
Το πλάσμα άρχισε τώρα να κινείται μανιακά στον αέρα και να χτυπά με δύναμη στο έδαφος, προκειμένου ν’ απομακρύνει το Ράμπυ από πάνω του. Ο Ράμπυ τότε το κάρφωσε και με τη δεύτερη λεπίδα που είχε και τις χρησιμοποίησε για στήριγμα.

Ο Φλέτι εισχώρησε βαθύτερα στο εσωτερικό της σπηλιάς. Στο χέρι του κρατούσε ένα κρύσταλλο που μάζεψε από το έδαφος, ώστε να του φωτίζει το δρόμο του. «Αν ποτέ βγω από από εδώ πέρα, υπόσχομαι να πάω να γίνω αγρότης και να καλλιεργώ φακές στο εξοχικό σπίτι του πατέρα μου, πάνω στα βουνά, μακρυά απ’ τον πολιτισμό. Ω τύχη! Μόνο βοήθα με.», μουρμούριζε στον εαυτό του συνεχώς.
Η τύχη όμως τον οδήγησε σε πιο σκοτεινά μονοπάτια και βρισκόμενος στη μέση ενός ανοιχτού χώρου, άρχισε να αισθάνεται πας κάτι τον παρακολουθεί. Κοίταξε γύρω του και το μάτι του εντόπισε κινήσεις. «Τι άλλο θα συμβεί. Τι είναι εκεί;», φώναξε και ένα σμήνος από αράχνες με μάτια λαμπερά στο χρώμα του κρυστάλλου και ύψος που έφτανε ως τα γόνατά του άρχισαν να κατακλύζουν το χώρο.
«Ήρθε το τέλος!», φώναξε, «Δεν υπάρχει ελπίδα να βγω ζωντανός από εδώ πέρα.», σιγομουρμούρισε και τότε το θαύμα έγινε. Μία σεισμική δόνηση, ταρακούνησε το μέρος κι ένα κομμάτι της οροφή κατέρρευσε πάνω στις αράχνες. Μαζί με την οροφή, έπεσαν και το φιδίσιο πλάσμα με το Ράμπυ να κρατιέται καλά απ’ τις λεπίδες που είχε μπήξει προηγουμένως.
«Χα! Χόρευε πλασματάκι. Δείξε σε όλους ποιος είναι το αφεντικό εδώ μέσα. Χαχαχαχα!», φώναζε και γελούσε υστερικά ο Ράμπυ, ενώ το πλάσμα κινιόταν μανιακά και χτυπούσε μία στο έδαφος, μία στα τοιχώματα τις σπηλιάς και κάποιες φορές στην οροφή, παρασέρνοντας στο διάβα του, αράχνες, πέτρες κι ότι άλλο έμπαινε στο δρόμο του.
Ο Φλέτι άρχισε να τρέχει μακρυά από εκείνο το μέρος, προσπαθώντας να βρει κάποια γωνία, στην οποία θα ήταν ασφαλής. Όμως όπου κι αν κατευθυνόταν, κάτι θα τον κυνηγούσε, αναγκάζοντάς τον ν’ αλλάξει τοποθεσία. Ο Ράμπυ συνέχιζε να γελάει υστερικά, ενώ το πλάσμα είχε αρχίσει να φτάνει τα όριά του. Σε μία τελευταία προσπάθεια να απομακρύνει το Ράμπυ από πάνω του, χτύπησε με το κρυστάλλινο κέρατό του το έδαφος, στο οποίο δημιουργήθηκε ένα ρήγμα κι έπειτα άρχισε να εισχωρεί σ’ αυτό.
Ο Ράμπυ όμως κατάλαβε, τι σχεδίαζε το πλάσμα. Άφησε τη μία από τις δύο λεπίδες κι ακούμπησε με την παλάμη του τη λεία σάρκα του πλάσματος. Έπειτα έκλεισε τα μάτια του και το αισθάνθηκε. Αισθάνθηκε τα αδύναμα σημεία του και την καρδιά που του δίνει ζωή.
«Η βόλτα μας τελειώνει εδώ!», ανακοίνωσε στο πλάσμα και χρησιμοποίησε τη μία λεπίδα για να δημιουργήσει ένα μεγάλο κόψιμο στο πλάσμα. Το μαύρο αίμα του πλάσματος, άρχισε να ρέει και να απλώνεται στο δωμάτιο. Ο Ράμπυ όμως ήξερε πλέον τι είναι αυτό το μαύρο υγρό κι έτσι μόλις βρήκε την κατάλληλη στιγμή άφησε τη λεπίδα, πήδηξε από το πλάσμα κι έριξε ένα σπίρτο, αφότου τ’ άναψε στο εσωτερικό του πλάσματος.
Το πλάσμα τυλίχθηκε στις φλόγες κι η μυρωδιά καμμένης σάρκας κυριάρχησε στο χώρο.
«Φλέτι πάμε, σύντομα όλος ο χώρος θα τυλιχθεί στις φλόγες», φώναξε ο Ράμπυ.
Ο Φλέτι κούνησε το κεφάλι του καταφατικά κι οι δυο τους έτρεξαν σ’ ένα μικρό διάδρομο που έδειχνε ν’ απομακρύνεται απ’ τ’ άνοιγμα που βρίσκονταν προηγουμένως. Σύντομα τ’ άνοιγμα τυλίχθηκε στις φλόγες και το πλάσμα πλάσμα έγινε στάχτη. Στάχτη γινήκαν κι όσες αράχνες δεν είχαν διαλυθεί προηγουμένως και το μόνο που έμεινε στ’ άνοιγμα ήταν τα κρύσταλλα.
«Τι είν’ αυτό το μέρος Ράμπυ; Δε μ’ αρέσει καθόλου να είμαστε εδώ.», έσπασε τι σιωπή έπειτα από ώρα ο Φλέτι.
«Κρίνοντας απ’ την εμφάνιση του και τα πλάσματα που συναντήσαμε εδώ, βρισκόμαστε στο εσωτερικό του κομήτη.», απάντησε ο Ράμπυ.
«Και τι ακριβώς πρέπει να βρούμε εδώ πέρα;», ρώτησε ο Φλέτι.
«Επιτρέψτε μου, αυτό να σας τ’ απαντήσω εγώ κύριοι!», ακούστηκε μια φωνή λεπτή με ιδιάζουσα προφορά.
«Κόσλα!», είπαν και οι δύο με μια φωνή.
«Ο ίδιος! Και τώρα αν δεν σας πειράζει, θα ήθελα να βγείτε από τη μέση ήρεμα. Η ύπαρξή σας είναι απειλή για τα σχέδια μου.», είπε με κακία ο Κόσλα.
«Και πως σκοπεύεις να μας βγάλεις απ’ τη μέση; Μόνος σου δεν έχεις καμία ελπίδα.», βιάστηκε να πει ο Φλέτι.
«Αυτό θα το δούμε.», αποκρίθηκε ο Κόσλα. Στα χέρια του κράτησε το κρύσταλλο του πλάσματος και στη συνέχεια τον κάρφωσε στο στήθος του. Ο Κρύσταλλος εισχώρησε μέσα του και η μορφή του άρχισε να αλλάζει. Όσο ο κρύσταλλος διείσδυε πιο βαθιά μέσα του, το δέρμα του σκλήρυνε κι έβγαλε λέπια, τα μάτια του απέκτησαν την πράσινη λάμψη του κρυστάλλου, ενώ τα νέα νύχια του σχηματίστηκαν απ’ αυτόν. Τέλος στο κεφάλι του ξεπρόβαλαν δυο κέρατα, φτιαγμένα από το κρύσταλλο.
«Δε μου αρέσει αυτό Ράμπυ. Νομίζω πως πρέπει να φύγουμε από εδώ.», αποκρίθηκε ο Φλέτι.
«Δε θα πάμε πουθενά. Θα πολεμήσω το τέρας με το ίδιο του το όπλο.», απάντησε ο Ράμπυ.
«Τι θες να πεις μ’ αυτό;», απάντησε ο Φλέτι.
Ο Ράμπυ όμως δεν απάντησε. Έβγαλε κι εκείνος με τη σειρά του ένα κρύσταλλο που είχε πάρει προτού φύγουν από το άνοιγμα και τον κάρφωσε στο μάτι του. Ο κρύσταλλος διείσδυσε στο σώμα του και το δέρμα του έγινε λείο κι εύκολα παραμορφώσιμο. Τα μάτια του αντικαταστάθηκαν από κρύσταλλο και στα χέρια του ξεπρόβαλαν δύο κρυστάλλινες λεπίδες.
Το πρόσωπο του Φλέτι χλόμιασε. Κινήθηκε όσο πιο ήσυχα μπορούσε και προχώρησε βαθύτερα στο πέρασμα. Πίσω του η μάχη είχε ήδη ξεκινήσει. Το έδαφος σειόταν δυνατότερα από πριν και τμήματα της οροφής έσπαζαν κι έπεφταν στο έδαφος. Η τύχη του όμως, βρισκόταν ακόμα εκεί κι έτσι κανένα από αυτά δεν έπεσε πάνω του.
Στο τέλος του διαδρόμου τον περίμενε μία έκπληξη. Βρέθηκε στο κέντρο του μετεωρίτη, έν’ άνοιγμα γεμάτο με πράσινους κρυστάλλους. Περπάτησε ως το κέντρο του ανοίγματος και τότε το είδε. Είδε την καρδιά του μετεωρίτη. Ένας κρύσταλλος τόσο φωτεινός και διαφορετικός απ’ τους υπόλοιπους. Το χρώμα του ήταν μπλε. Το σχήμα του μια τέλεια σφαίρα. Βρισκόταν τοποθετημένος σε μία βάση στο κέντρο του ανοίγματος σαν να περίμενε κάποιον να τον αδράξει.
Δεν πρόλαβε να πλησιάσει παραπάνω όμως. Ένα σμήνος απ’ αράχνες άρχισε να γεμίζει το δωμάτιο. Οι αράχνες σχημάτισαν ένα τοίχος μπροστά απ’ τον κρύσταλλο.
«Τώρα καταλαβαίνω!», μουρμούρισε ο Φλέτι, «Ο κρύσταλλος αυτός τροφοδοτεί με ζωή τα μεταλλαγμένα. Άμα τον πάρω από εκεί, τότε κερδίζω. Εμπρός λοιπόν, για να σας δω να τα βάζετε με τη τύχη μου.», πρόσθεσε στη συνέχεια.

Ο Ράμπυ και ο Κόσλα μάχονταν πρόσωπο με πρόσωπο. Ο Κόσλα άρπαξε το Ράμπυ απ’ τη λεπίδα του και τον πέταξε στην οροφή, η οποία έσπασε απ’ το ορμητικό χτύπημα και βγήκαν στην επιφάνεια ενός κρατήρα. Ο Κόσλα με τη σειρά του ανέβηκε κι αυτός στην επιφάνεια και η μάχη τους μεταφέρθηκε κάτω απ’ το φως του ασημένιου φεγγαριού. Το ένα χτύπημα διαδεχόταν τ’ άλλο. Ωστόσο τα πλάσματα είχαν ίδια δύναμη, ίδια ταχύτητα, ίδια ένστικτα. Οι συγκρούσεις ήταν βίαιες και εάν ήταν ακόμα άνθρωποι, κάποιος απ’ τους δύο θα είχε υποχωρήσει ώρα πριν.
Η μάχη τους όμως δεν έμεινε ανενόχλητη. Οι στρατιώτες του Κόσλα, άκουσαν το θόρυβο και έτρεξαν να δούνε τι συμβαίνει.
«Τι είν’ αυτά τα τέρατα;», ρώτησε ο Ζόσχα.
«Το ένα από τα δύο πρέπει να είναι το αφεντικό, το άλλο δεν ξέρω.», απήντησε ο Σκιούι.
«Τι θα κάνουμε;», ρώτησε ξανά ο Ζόσχα.
«Προτείνω να τους παρακολουθήσουμε ήρεμα. Εάν ανακατευτούμε δεν έχουμε καμία ελπίδα απέναντι τους. Εξάλλου ποτέ δε συμπάθησα τον Κόσλα. Είναι ένας φαντασμένος, θα είναι καλύτερο για όλους μας εάν πεθάνει απόψε.», απήντησε ο Σκιούι.

Κι ενώ ο Ράμπυ και ο Κόσλα πολεμούσαν ο ένας τον άλλο, ο Φλέτι κρατούσε στα χέρια του ένα κρύσταλλο και μαχόταν τις αράχνες. Έτρεξε προς το μπλε κρύσταλλο και κάρφωσε όποια αράχνη βρέθηκε στο δρόμο του. Ήταν η πρώτη φορά της ζωής του που φέρθηκε τόσο γενναία. Όμως ήταν και η πρώτη φορά της ζωής του που η τύχη του, έπαψε να του χαμογελάει. Μία από τις αράχνες τον χτύπησε πριν προλάβει ν’ αρπάξει τον κρύσταλλο και τον έστειλε με δύναμη σ’ ένα κρύσταλλο. Έπειτα, το υπόλοιπο σμήνος όρμησε κατά πάνω του.
«Δε θα πέσω τόσο εύκολα.», φώναξε στις αράχνες, «Μία μόνη βολή κι ας είναι τυχερή.», πρόσθεσε και πέταξε το κομμάτι κρύσταλλο που κρατούσε με όλη του τη δύναμη.
Το κρύσταλλο έδειχνε να μη κατευθύνεται στο στόχο, όμως τα πράγματα κύλησαν περίεργα. Μία από τις αράχνες μπήκε μπροστά από το κρύσταλλο και καρφώθηκε απ’ αυτό. Εν συνεχεία πάνω στην επιθανάτια μανία της, χτύπησε το μπλε κρύσταλλο και τον έριξε στο έδαφος. Ο σφαιρικός μπλε κρύσταλλος θρυμματίστηκε και το σκοτάδι απλώθηκε στο άνοιγμα. Η ενέργεια των κρυστάλλων χάθηκε και τα πλάσματα γινήκαν άμμος η οποία διαλύθηκε και σκορπίστηκε στο χώρο.

«Σκιούι, δες!», είπε ο Ζόσχα δείχνοντας τον Κόσλα και το Ράμπυ τη στιγμή που θρυμματίζονταν.
Ο Σκιούι δεν απάντησε και ο Ζόσχα τον κοίταξε με περιέργεια.
«Και τώρα τι κάνουμε;», ρώτησε.
«Φεύγουμε ηλίθιε. Το αφεντικό μας σκοτώθηκε από τους Φλέτι και Ράμπυ κι εγώ παίρνω τη θέση του ως αρχηγός μας.», απήντησε ο Σκιούι.
«Μα ο Ράμπυ σκοτώθηκε κι αυτός κι ο Φλέτι αγνοείται.», είπε ο Ζόσχα.
«Εάν συνεχίσεις έτσι θ’ αρχίσεις ν’ αγνοείσαι κι εσύ. Δε μ’ ενδιαφέρει που είναι ο Φλέτι. Από εδώ και πέρα εμένα θ’ ακούτε. Φεύγουμε!», είπε κοφτά ο Σκιούι και άρχισε ν’ απομακρύνεται απ’ τον κρατήρα. Πίσω του ακολούθησε ο Ζόσχα.

Όταν ο Φλέτι βγήκε απ’ τον κρατήρα είχε αρχίσει να ξημερώνει. Τ’ άλογα με τα όποια είχαν έρθει εκεί έλειπαν. Το μόνο που είχε απομείνει ήταν το σακούλι με τα χρυσά νομίσματα και τα χρυσά δόντια του Ζόσχα, που έκρυψε στη σχισμή ενός βράχου, πριν κατέβει στο κρατήρα.

 «Η επιστροφή θα είναι μία σκέτη κόλαση, όμως τέρμα οι περιπέτειες από εδώ και πέρα. Φακές σας έρχομαι!», είπε και βάδισε προς την ανατολή του ηλίου.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

Ένα ποιήμα για τη μέρα ποίησης....

 ***Σήμερα είναι η μέρα της ποίησης και δεν θα μπορούσα να μην ανέβαζα κάτι. Είναι κάτι αυθόρμητο, απλές λέξεις και εικόνες που μου ήρθαν στο μυαλό εκείνη τη στιγμή. Ελπίζω να σας αρέσει.
Καλή Ανάγνωση!!!***

* Σαν δεις στη θάλασσα βαθιά, καράβι ν' αρμενίζει.                       
* Να πλέει εκεί στα ανοιχτά, ελεύθερο να κυματίζει.                      
* Μη νοσταλγείς τη λευτεριά, γιατί την έχεις ήδη.                          
* Κόψε ότι σε κρατά στη Γη, μ' ένα νοερό ψαλίδι.                           

* Ταξίδεψε σε μέρη ατέρμονα, σε μέρη μυθικά.                                
* Δώσε πνοή στον άνεμο, ν' αφηγηθεί τραγούδια λυρικά.              
* Τραγούδια που ξεχάστηκαν, στου χρόνου τη σιωπή.                   
* Τραγούδια που εξύμνησαν, ήρωες μ' εμφάνιση αγριωπή.             

* Νύχτες γοερές και δύσκολες, ανάντεχτες, μοναχικές.                  
* Νύχτες ζεστές και φλογερές, καυτές, ερωτικές.                            
* Νύχτες ζωηρές κι ασάλευτες, στιγμιαίες, ποθητές.                       
* Νύχτες που σφράγισαν μ' ένα συναίσθημα οι πορθητές.              

* Σαν δεις στον ουρανό ψηλά, αετό να σεργιανίζει.                          
* Μη φοβηθείς να τον ιδείς, τη ψυχή σου καθαγνίζει.                      
* Μη εύχεσαι για τη χαρά, πολέμα να την έχεις.                                
* Σημάδεψε τον ουρανό ψηλά, από τη ευλογιά λίγο-πολύ απέχεις. 

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

Στην Κορυφή του Ολύμπου

***Την ιστορία αυτή την αφιερώνω σε έναν πολύ καλό μου φίλο, αδερφό ίσως, ο οποίος άθελά του, μου έδωσε την ιδέα της παρουσίασης της. Προσωπικά απόλαυσα πολύ το χρόνο που αφιέρωσα στο να γράψω το παρακάτω διήγημα, μιας και ταξίδεψα έστω και μέσω του υπολογιστή μου σε αυτό το μέρος. Επίσης θα ήθελα να επισημάνω ότι τα ονόματα των χαρακτήρων είναι τυχαία και δεν έχουν σχέση με κάποιο πρόσωπο η άτομο υπαρκτό. Οποιαδήποτε συνωνυμία, είναι καθαρή σύμπτωση. Προσωπικά δεν έχω κάτι άλλο να αναφέρω. Καλή Ανάγνωση!***

Οι άνθρωποι πάντα λάτρευαν τους Θεούς τους δίχως να γνωρίζουν πολλά γι’ αυτούς. Από τους αρχαίους χρόνους οι Θεοί ήταν σύμβολο και προστάτες κάθε πόλης. Προς τιμήν τους χτίζονταν ναοί και τελούνταν μυστήρια, προκειμένου να πραγματοποιήσουν τα θελήματα των ανθρώπων. Οι άνθρωποι σταδιακά εξελίχθηκαν και ξέχασαν τους Θεούς τους. Οι ναοί ερήμωσαν, καθώς τη θέση τους πήραν νέα Θεία πρόσωπα, ενώ οι τελετές προς τιμήν τους σταμάτησαν. Όμως οι Θεοί ποτέ δεν έπαψαν να θυμούνται εκείνες τις μέρες.
O Λάμπρος Κοντοπίθαρος είναι φοιτητής γυμναστικής ακαδημίας. Είναι είκοσι ενός ετών και νοικιάζει ένα μικρό διαμέρισμα στα Τρίκαλα. Στον ελεύθερο του χρόνο του αρέσει να μελετάει μυθολογίες και να διαβάζει ιστορίες του φανταστικού είδους. Πρόσφατα δήλωσε συμμετοχή σε μία ομάδα εξερεύνησης του εξωπραγματικού, που βασίζεται κυρίως σε λαογραφικές ιστορίες βγαλμένες από την ελληνική παράδοση. Η αίτηση του έγινε αποδεχτή κι έτσι το πρόγραμμα του φορτώθηκε και με την εκμάθηση του εξοπλισμού και των μεθόδων ενός κυνηγού φαντασμάτων.
Η εκπαίδευση του διήρκεσε έξι μήνες. Έτσι στα μέσα του Ιουνίου ήταν μέλος της ομάδας «Φλεγόμενος Κύκλος», η οποία αποφάσισε να εξερευνήση τα μυστικά του Ολύμπου. Η ομάδα αποτελούνταν από πέντε μέλη. Αρχηγός της ήταν ο Κώστας Αρτεμιάδης, ο οποίος ασχολήθηκε με την εξερεύνηση του εξωπραγματικού από την ηλικία των δεκαπέντε χρόνων. Στη συνέχεια ακολουθούσαν ο Νίκος Αρτεμιάδης και ο Γιώργος Ηλιάδης, οι οποίοι διαχειρίζονταν τα όργανα των ερευνών και σε συνεργασία με τον Κώστα αποφασίζαν ο τρόπος διεξαγωγής της έρευνας. Την ομάδα συμπλήρωνε ο Μπάμπης Ξένος, ο οποίος ήταν ειδικός στις επικλήσεις πνευμάτων, νεραϊδών ή φαντασμάτων, ενώ γενικότερα ήταν ειδικευμένος στο κομμάτι της έρευνας που σχετιζόταν με την επικοινωνία των ανθρώπων με το εξωπραγματικό στοιχείο. Ο Λάμπρος ήταν το νεότερο μέλος της ομάδας και του είχε ανατεθεί η μελέτη των μυστήριων ιστοριών γύρω από τον Όλυμπο.
Η μελέτη του επέφερε ένα αρκετά μεγάλο υλικό που αφορά την εξωπραγματική πλευρά του Ολύμπου. Οι βασικές ιστορίες κινούνταν γύρω από την ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου, το Μύτικα, καθώς και την Τρίτη κορυφή, ονόματι Στεφάνι. Στο Μύτικα βρισκόταν ο θρόνος του Δία κατά την αρχαιότητα. Ενώ στην κορυφή Στεφάνι που είναι δίπλα στο Μύτικα κατά την ανατολή του Ηλίου, οι σκιές των μικρότερων κορυφών σχηματίζουν το πρόσωπο του Δία με λεπτομέρειες. Ακόμα υπήρξαν μαρτυρίες αναφερόμενες σε U.F.O. τα οποία πέταξαν πάνω από τις κορυφές του Ολύμπου, καθώς και μαρτυρίες που αναφέρονται σε νεαρές κοπέλες που χορεύαν και τραγουδούσαν γυμνές στο δάσος. Τέλος το ισχυρό γεωμαγνητικό και ηλεκτρομαγνητικό πεδίο του Ολύμπου γέννησε το ενδιαφέρον για πολλές αδιέξοδες επιστημονικές μελέτες.
-Λοιπόν παίδες έχουμε πέντε με έξι μέρες στη διάθεση μας να εξερευνήσουμε τον Όλυμπο. Από 25 Ιουνίου εώς και τις 30 Ιουνίου. Πρέπει να οργανωθούμε, να δούμε ποιους τόπους θα επισκεφτούμε και προς ποια πλευρά θα κινηθούν οι έρευνες. Ο Λάμπρος μάζεψε αρκετό υλικό, το οποίο κινείται σε διάφορες πτυχές. Από U.F.O μέχρι μαρτυρίες νεραϊδών και Μουσών.
Είπε ο Κώστας πίνοντας μία γουλιά καφέ.
-Εγώ πιστεύω ότι θα πρέπει να επισκευτούμε οπωσδήποτε το Μύτικά. Υπάρχει το φαινόμενο της εμφάνισης του προσώπου του Δία στην πλαγιά, καθώς όπως αναφέρεται και στα χαρτιά που κρατάω, υπάρχουν μαρτυρίες σχετικά με ιπτάμενο δίσκο να πετάει πάνω από εκείνη την περιοχή. Μπορούμε να εξετάσουμε το ενδεχόμενο πιθανής επίσκεψης εξωγηίνων σ’ εκείνο το σημείο και ταυτόχρονα και το φαινόμενο με το Δία, καθώς και κάποια πιθανή συσχέτιση αυτών των δύο φαινομένων. Νίκο τι λες, θα μπορούσε κάποια πιθανή μέτρηση της ηλεκτρομαγνητικής δραστηριότητας στην περιοχή να δώσει κάποια απάντηση;
Απάντησε ο Μπάμπης, ο οποίος άφησε κάτω τα χαρτιά από την έρευνα του Λάμπρου κι έβαλε λίγη κόκα-κόλα στο ποτήρι του.
-Δεν είμαι βέβαιος για το πόσο μπορούμε να βασιστούμε σε παραδοσιακές μεθόδους μέτρησης του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου, για να εκτιμήσουμε την όποια δραστηριότητα στην περιοχή. Έχουν ήδη γίνει μετρήσεις στις γύρω περιοχές και ιδιαίτερα στην περιοχή γύρω από τον προφήτη Ηλία. Επίσης έχουμε μαρτυρίες πως το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο σε εκείνη την περιοχή είναι αντιληπτό και χωρίς μηχανήματα. Το βέβαιο είναι ότι θα πάρουμε μαζί μας τον εξοπλισμό.
Είπε ο Νίκος κοιτώντας σκεπτικά τους υπόλοιπους.
-Λοιπόν παίδες, ας μην το κουράζουμε άλλο. Εγώ προτείνω να αρχίσουμε τις έρευνες μας από την πλαγιά των Μουσών και το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Το φαινόμενο με το Δία, μπορεί νε εξηγηθεί κάπως. Ας πούμε ότι η βουνοκορφές έχουν διαβρωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε το πρωί που ανατέλει ο Ήλιον, το φως να πέφτει πάνω στα βράχια και να σχηματίζει αυτό το φαινόμενο. Τώρα όσο αφορά την εξωγηίνη δραστηριότητα, δεν είναι κάτι το οποίο μπορούμε να ερευνήσουμε μέσα σε πέντε μέρες. Επίσης μπορούμε να εισκεφτούμε και το Σπήλαιο Τσακαλόπετρας. Τι λέτε;
Πρότεινε ο Κώστας. Τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας συμφώνησαν με την πρόταση του και στη συνέχεια ετοίμασαν το χρονοδιάγραμμα. Θα ανέβαιναν με αμάξι μέχρι μέχρι τη διασταύρωση Γκορτζιά και από εκεί θα συνέχιζαν με τα πόδια μέχρι το καταφύγιο «Πετροστρούγκα», όπου θα περνούσαν την πρώτη νύχτα. Την επόμενη μέρα θα ανέβαισαν στο οροπέδιο των Μουσών, στο οποίο θα έκαναν την έρευνα τους σχετικά με τις μαρτυρίες της στιγμιαίας εμφάνισης των γυμνών κοριτσιών στο δάσος. Την τρίτη μέρα θα ανέβαιναν στο εκκλησάκι του προφήτη Ηλία και θα διανυχτέρευαν εκεί. Ενώ την επόμενη θα επισκέπτονταν τις «Πόρτες» ή αλλιώς το «Σπήλαιο Τσαλακόπετρας».
Έτσι στις 25 Ιουνίου η ομάδα κυνηγών φαντασμάτων «Πύρινος Κύκλος», ξεκίνησε το ταξίδι της προς τον Όλυμπο. Έφυγαν από την Αθήνα στις πέντε τα ξημερώματα με οδηγό το Γιώργο και συνοδηγό τον Κώστα. Μαζί τους είχαν πάρει τον απαραίτητο εξοπλισμό, όπως κάμερες νυχτερινής λήψης, δέχτες EMF προκειμένου να ελέγξουν τη δραστηριότητα της περιοχής και καταγραφείς EVP για να καταγράψουν τυχόν επικοινωνία με κάτι το παραφυσικό. Για κάθε ενδεχόμενο, ο Νίκος πήρε μαζί του και μία θερμική κάμερα.
Κάνοντας αρκετές στάσεις καθόλη τη διαδρομή, έφτασαν στους πρόποδες του Ολύμπου στις δέκα και μισή. Στις δώδεκα η ώρα, βρίσκονταν έξω από το φυλάκιο εισόδου του εθνικού δρυμού. Δύο ώρες μετά έφτασαν στο καταφύγιο «Μπουντόλας», στο οποίο έφαγαν μεσημεριανό και ρώτησαν τους ανθρώπους που δούλευαν εκεί πληροφορίες σχετικά με τους μύθους γύρω από τις περιοχές που θα ερευνούσαν. Οι άνθρωποι δεν είχαν να προσθέσουν κάτι καινούριο στα όσα ήξεραν μέχρι στιγμής. Έτσι τελειώνοντας το φαί τους, συνέχισαν την πορεία τους. Λίγο πριν τις έξι είχαν φτάσει στη διασταύρωση Γκορτσιά, στην οποία άφησαν το αυτοκίνητό τους. Τελικά μετά από τέσσερις περίπου ώρες πεζοπορίας, έφτασαν στο καταφύγιο «Πετροστούγκα», στο οποίο φόρτισαν τις μπαταρίες του εξοπλισμού τους, είδαν το οπτικό υλικό που πήραν κατά την ανάβασή τους μέχρι το καταφύγιο και έπειτα κοιμήθηκαν.
Ο τελευταίος που σηκώθηκε το επόμενο πρωί ήταν ο Νίκος, ο οποίος το προηγούμενο βράδυ μαζί με το Γιώργο εξέτασαν τον εξοπλισμό. Σηκώθηκε λίγο πριν τις έντεκα και πήγε να βρει τους υπόλοιπους στην τραπεζαρία. Ο Κώστας τελείωνε τον καφέ του, ο Μπάμπης το γεύμα του και ο Λάμπρος εξέταζε άλλη μία φορά τις ιστορίες από την έρευνα του. Αν και προσπαθούσε να το κρύψει, είχε αρκετή ανυπομονησία, αλλά και άγχος. Ήταν η πρώτη του έρευνα στο πεδίο άλλωστε. Όταν διάβασε για πολλωστή φορά την ιστορία με τις Μούσες, άφησε στο τραπέζι τα χαρτιά και βγήκε έξω από το καταφύγιο.
Ένα ψυχρό αεράκι τον χτύπησε αμέσως μόλις άνοιξε την πόρτα. Βρισκόταν σς υψόμετρο χιλίων-εννιακοσίων μέτρων. Η θέα ήταν απίστευτη. Από εκεί έβλεπε όλη την πλαγιά του Ολύμπου, καθώς και μερικές από τις γυμνές κορυφές του. Έβλεπε όλη τη διαδρομή που είχαν διανύσει τη προηγούμενη μέρα, καθώς επίσης μπορούσε να δει και το Λιτοχώρι, που βρίσκεται στους πρόποδές του. Κάθισε σε μία ξηροληθιά και θαύμασε τις καταπράσινες πλαγιές του Ολύμπου. Τράβηξε και μερικές αναμνηστικές φωτογραφίες αυτού του μαγευτικού τοπίου.
Κατά τις έντεκα και μισή ο Μπάμπης κατευθύνθηκε προς το μέρος του και του είπε να ετοιμαστεί διότι σε λίγο θα αναχωρούσαν για το καταφύγιο «Αποστολίδης» που βρίσκεται στο οροπέδιο των Μουσών. Ο Λάμπρος επέστρεψε στο εσωτερικό του καταφύγιου, μάζεψε τα πράγματά του και βρήκε τους υπόλοιπους.
-Είμαστε όλοι έτοιμοι;
Ρώτησε ο Κώστας.
-Πανέτοιμοι!
Απάντησε ο Μπάμπης.
-Μην χάνουμε χρόνο τότε. Ας ξεκινήσουμε. Έχουμε αρκετό δρόμο μέχρι το οροπέδιο και μας περιμένει και ξενύχτι.
Συμπλήρωσε ο Κώστας. Τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας συμφώνησαν κι έτσι ξεκίνησαν την ανάβασή με προορισμό το οροπέδιο των Μουσών και την πρώτη μέρα έρευνας. Κατά τις δύο βρίσκονταν στα Σκούρτα. Εκεί έκαναν μία στάση για να φάνε κάτι προχείρο που είχαν ετοιμάσει στο καταφύγιο και να ξεκουραστούν από το πολύ περπάτημα. Έπειτα συνέχισαν την πορεία τους. Μία ώρα μετά βρίσκονταν στο πέρασμα Γιόσου. Στις πέντε το απόγευμα έφτασαν στο οροπέδιο των Μουσών και στις πεντέμισι βρίσκονταν στο καταφύγιο «Αποστολίδης». Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Κώστας αμέσως μόλις τακτοποιήθηκαν, ήταν να ρωτήσει τους εργαζόμενους του καταφύγιου, για το μύθο που θα ερευνούσαν.
-Όπως είπες κι εσύ προηγουμένως, αρκετός κόσμος έρχετε εδώ για να δει το μύθο να ζωντανεύει στα μάτια του. Το ερώτημα μου είναι το εξής. Εσύ έχεις δει η γνωρίσει κάποιον που να σου έχει πει ή περιγράψει κάποια Μούσα. Η τέλος πάντων κάτι που να θεώρησε εκείνος ότι ήταν Μούσα.
Ρώτησε ο Κώστας τη Μαρία, που δούλευε για χρόνια στο καταφύγιο. Η Μαρία χαμογέλασε στην ερώτηση κι έπειτα απάντησε.
-Άκουσε να δεις. Κάθε χρόνο χιλιάδες άνθρωποι επισκέπτονται αυτό το μέρος, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Κανένας από τους τουρίστες δεν έχει αναφέρει ποτέ κάποια ύπαρξη. Ωστόσο κατά καιρούς έχουν έρθει εδώ βοσκοί, οι οποίοι έχουν διηγηθεί ιστορίες πάνω σε αυτό το αντικείμενο.
-Μπορείς να μας πεις κάποια από αυτές τις ιστορίες;
Ρώτησε ο Νίκος, που τραβούσε με την κάμερα.
-Βεβαίως. Πριν τρεις περίπου μήνες ένας βοσκός ανέφερε πως άκουσε μία γυναικεία φωνή να τραγουδά. Την ώρα που πλησίασε προς εκείνο το σημείο. Είχε λίγο ομίχλη εκείνη τη μέρα. Μέσα στην ομίχλη διέκρινε αχνά ένα νεραρό γυναικείο σωματότυπο. Πλησίασε περισσότερο και τότε η κοπέλα που όπως είπε είδε δει, εξαφανίστηκε. Έγιναν κάποιες έρευνες από τις τοπικές αρχές, μήπως ήταν κάποιο κοριτσάκι που είχε χαθεί, όμως δεν βρέθηκε τίποτα.
-Όπως και στις ιστορίες που βρήκε ο Λάμπρος. Έτσι κι εδώ έχουμε αναφορές για μυστηριώδη εμφάνιση κι εξαφάνιση γυναικείας μορφής. Λοιπόν, νομίζω καλό θα είναι να πάμε να εξετάσουμε το μέρος πριν νυχτώσει. Ευχαριστούμε Μαρία για τις πληροφορίες που μας έδωσες.
Απάντησε ο Κώστας κι εκείνη με ένα γλυκό χαμόγελο τον ευχαρίστησε. Ο Νίκος μαζί με το Γιώργο, έλεγξαν για τελευταία φορά τις μπαταρίες και τις βρήκαν γεμάτες. Ενώ δοκίμασαν τον εξοπλισμό να σιγουρευτούν ότι δουλεύει. Έπειτα όλη η ομάδα πήρε από κάποιο μηχάνημα και κατευθύνθηκαν στο οροπέδιο των Μουσών. Αφού περπάτησαν το οροπέδιο, ο Κώστας πρότεινε να ελέγξουν με το EMF το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο της περιοχής. Έκλεισαν τα κινητά τους για να μην δημιουργούν παρεμβολές και άνοιξαν το EMF.
-Οι ενδείξεις είναι ίδιες με πριν. Αν και τα επίπεδα είναι υψηλά, δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι αυτό οφείλεται σε κάποια δραστηριότητα. Τι λες εσύ Μπάμπη.
Είπε ο Γιώργος καθώς προχωρούσε με το EMF.
-Θα συμφωνήσω μαζί σου. Ελπίζω το βράδυ να μπορέσουμε να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα.
Απάντησε ο Μπάμπης.
Η ομάδα έστησε τη βάση της κάπου στο κέντρο του οροπέδιου και σε σημείο τέτοιο ώστε να φαίνονται τα φώτα του καταφύγιου στο βάθος. Χωρίστηκαν σε δύο μικρότερες ομάδες, προκειμένου να μπορέσουν να ερευνήσουν καλύτερα το οροπέδιο. Στη μία ομάδα ήταν ο Κώστας και ο Γιώργος, ενώ στην άλλη ο Νίκος, ο Μπάμπης και ο Λάμπρος. Μόλις νύχτωσε η κάθε ομάδα πήρε από μία υπέρυθρη κάμερα, ένα δέχτη EMF και έναν καταγραφέα EVP. Τις κάμερες θα διαχειρίζονταν ο Νίκος και ο Γιώργος, ενώ τους δέχτες και τους καταγραφείς τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας.
-Ελπίζω να έχουμε όλοι κλειστά τα κινητά μας, για να μπορέσουν τα EMF να πάρουν αξιόπιστα αποτελέσματα. Επίσης Μπάμπη, πάρε αυτόν εδώ τον ασύρματο. Οτιδήποτε περίεργο παρατηρηθεί είτε από εμάς είτε από εσάς, θα το αναφερθεί και στην άλλη ομάδα. Προσέχετε τώρα μέσα στη νύχτα και ραντεβού εδώ σε μία ώρα.
Ανακοίνωσε ο Κώστας.
-Έγινε!
Απάντησε ο Μπάμπης παίρνοντας τον ασύρματο. Στη συνέχεια η κάθε ομάδα προχώρησε προς μία κατεύθυνση με το δέχτη EMF ανοιχτό και την υπέρυθρη κάμερα. Για να βλέπουν χρησιμοποιούσαν φακούς. Επίσης άφησαν κι ένα αναμένο φακό πίσω στη βάση τους για να ξέρουν που βρίσκεται.
Η ομάδα στην οποία βρισκόταν ο Λάμπρος κατευθύνθηκε βόρεια, ενώ η ομάδα του Κώστα νότια. Ο Λάμπρος κρατούσε το EVP και περίμενε το Μπάμπη να του πει να το ανοίξει. Ωστόσο πέρασε μισή ώρα και το EMF δεν έπιασε κάποια σημαντική μεταβολή στο μαγνητικό πεδίο.
-Δεν νομίζω ότι θα πιάσουμε κάποια ένδειξη. Το μαγνητικό πεδίο είναι πολύ υψήλο σε αυτές τις περιοχές. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως υπάρχει μόνιμη δραστηριότητα, όμως επιστημονικά αν το δούμε, δεν έχουμε κανένα στοιχείο για να το υποστηρίξουμε αυτό. Νίκο τι λες να κάνουμε;
Είπε με σκεπτόμενο ύφος ο Μπάμπης κοιτώντας την κάμερα που κρατούσε ο Νίκος.
-Κοίταξε. Μισώ ώρα τώρα δεν έχουμε κάποιες σημαντικές μεταβολές. Εγώ λέω να δοκιμάσουμε να επικαλεστούμε τις Μούσες. Να θεωρήσουμε δηλαδή το ενδεχόμενο μόνιμης δραστηριότητας και να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε κάποιον ήχο με το EVP. Εγώ λέω να πάρει το EMF ο Λάμπρος και το EVP εσύ και να ελέγξουμε και αυτό το ενδεχόμενο.
Απάντησε ο Νίκος ήρεμα. Ο Μπάμπης συμφώνησε και πήρε το EVP από το Λάμπρο.
-Υπάρχει κάτι εδώ που να θέλει να επικοινωνήσει μαζί μας;
Φώναξε στο κενό. Δεν υπήρξε καμία αλλαγή στα μηχανήματα.
-Εάν υπάρχεις όντως και εάν είσαι όπως λένε Μούσα, κάνε έναν ήχο κάνε κάτι.
Αυτή τη φορά τα μηχανήματα έλαβαν ένα μικρό σήμα. Το EMF είχε μία στιγμιαία αλλαγή, ενώ το EVP έδειξε να καταγράφει κάποιον ήχο.
-Εσύ επικοινώνησες μαζί μας; Το σήμα που έπιασαν τα όργανα είναι δικό σου;
Ωστόσο αυτή τη φορά δεν παρατηρήθηκε καμία μεταβολή.
-Τίποτα νεκρό. Θα επεξεργαστούμε το σήμα στον υπολογιστή μήπως βγάλαμε κάτι, αλλά τίποτα. Για να δούμε τι έκαναν οι άλλοι.
Είπε ο Μπάμπης και πάτησε το κουμπί του ασύρματου για να επικοινωνήσει με τον Κώστα. Και η ομάδα του Κώστα είχε παρόμοια αποτελέσματα. Μικρές μεταβολές στο μαγνητικό πεδίο, οι οποίες όμως δεν ήταν αρκετές για να αποδοθούς σε κάτι το μεταφυσικό. Έτσι αποφάσισαν να επιστρέψουν πίσω στη βάση τους και στη συνέχεια στο καταφύγιο για να επεξεργαστούν το σήμα που έλαβαν ο Μπάμπης και ο Λάμπρος στα όργανα τους. Στις τέσσερις είχαν επιστρέψει στο καταφύγιο ο Νίκος και ο Γιώργος έμειναν ξύπνιοι ως τις πέντε αναλύοντας το υλικό, ενώ οι υπόλοιποι κοιμήθηκαν.
Την επόμενη μέρα ξύπνησαν στις δώδεκα. Έφαγαν ένα καλό πρωινό και σχολίασαν τα αποτελέσματα της χθεσινής έρευνας. Στο υλικό το οποίο πρόλαβαν και εξέτασαν ο Γιώργος και ο Νίκος, υπήρξαν κάποια σημεία τα οποία δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν. Ωστόσο, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν τεκμήρια για να θεωρήσουν πως στην περιοχή υπάρχει κάποια μεταφυσική δραστηριότητα. Έτσι αποφάσισαν να προχωρήσουν στο επόμενο σημείο διεξαγωγής της έρευνας, που ήταν το εκκλησάκι του προφήτη Ήλία, στο οποίο έφτασαν στις τρεις το μεσημέρι.
Τακτοποίησαν τα πράγματά τους στα κελιά που τους υπέδειξαν οι μοναχοί και μαζεύτηκαν στο προαύλιο της εκκλησίας ώστε να συζητήσουν τη διεξαγωγή της αποψινής τους έρευνας.
-Παίδες, δεν νομίζω ότι θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσουμε το EMF σήμερα. Δεν ξέρω εσείς πως αισθάνεστε, αλλά προσωπικά από τη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας σε αυτό το μέρος, νιώθω περίεργα. Νιώθω μία ανατριχίλα, μία ζαλάδα, δεν ξέρω πως να σας το περιγράψω.
Ανήγγειλε ο Κώστας.
-Έχεις δίκιο Κώστα. Δεν ξέρω εάν φταίει το ότι βρισκόμαστε στα δύο-χιλιάδες-οχτακόσα μέτρα υψόμετρο η το μαγνητικό πεδίο, αλλά νιώθω κι εγώ κάπως έτσι. Δεν είναι όμως κάτι το οποίο σε διώχνει. Προσωπικά δεν με ενοχλεί, είναι όμως περίεργη αίσθηση.
Συνέχισε ο Νίκος.
-Οπότε υποθέτω ότι όλοι συμφωνούμε στο γεγονός ότι υπάρχει κάτι περίεργο εδώ. Υπάρχει μία περίεργη ατμόσφαιρα.
Επανέλαβε ο Κώστας. Οι υπόλοιποι εκτός του Μπάμπη συμφώνησαν.
-Εγώ αν κι αισθάνομαι το ίδιο περίεργο, δεν μπορώ να θεωρήσω το γεγονός αυτό σαν κάτι το παραφυσικό. Συγγνώμη παιδιά, αλλά δεν έχουμε αποδείξεις για τίποτα. Το υψηλό μαγνητικό είναι αυτό που μας κάνει να νιώθουμε έτσι και γι’ αυτό ήρθαμε εδώ, για να το ερευνήσουμε. Επίσης η αίσθηση αυτή που δίνει μία κάποια ηρεμία, μία κάποια γαλήση σε συνδιασμό με την πανοραμική θέα που προσφέρει το εκκλησάκι του προφήτη Ηλία, είναι αυτό που κάνει αυτό το μέρος τόσο δημοφιλή. Ρωτήσαμε και τους μοναχούς πιο πριν και εκτός αυτού του φαινομένου, δεν έχουν δει κάτι άλλο περίεργο.
Είπε ο Μπάμπης με κάπως απότομο ύφος.
-Έχει δίκιο σε αυτό που λέει ο Μπάμπης πάντως. Σε αρκετές έρευνες μας στο παρελθόν έχουμε αντιμετωπίσει παρόμοιες καταστάσεις. Το περίεργο όμως σε αυτή εδώ την περίπτωση είναι το μέρος από το οποίο πηγάζει τόση ενέργεια. Κάτω στο οροπέδιο των Μουσών, δεν νιώθαμε τίποτα, ενώ κι εκεί ήταν υψηλό το μαγνητικό πεδίο. Εδώ όμως είναι πολύ έντονο, πολύ αισθητό. Νιώθεις σαν κάτι να σε τραβάει σε αυτό το μέρος. Δεν ξέρω εάν είναι μεταφυσικό ή όχι, αλλά είναι κάτι που σίγουρα είναι περίεργο και αξίζει κανείς τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του να βιώσει. Είναι ένα μέρος που αξίζει να επισκεφτείς. Εγώ θέλω να ρωτήσω τώρα. Έχουμε καμία ιδέα για το πως θα ερευνήσουμε αυτό το μέρος;
Αποκρίθηκε ο Γιώργος.
-Σκέφτομαι να χρησιμοποιήσουμε το EVP μήπως πιάσει κάποια ομιλία από άλλη διάσταση. Και από την έρευνα του Λάμπρου, δεν υπήρξαν αναφορές για φαντάσματα η πνεύματα εδώ πέρα. Αυτό είναι δικιά μας υπόθεση να υπενθυμίσω, προκειμένου να ερευνήσουμε το φαινόμενο από αυτή τη σκοπιά. Λοιπόν τι λέτε;
Πρότεινε ο Νίκος και η πρόταση του έγινε αποδεχτή. Έτσι κανονίστηκε τα μεσάνυχτα να συναντηθούν σ’ εκείνο το μέρος.
Επέστρεψαν στα κελιά τους και ξεκουράστηκαν. Κατά τις εντεκάμιση η ώρα άρχισαν να μαζεύονται. Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα έφτασε και ο Λάμπρος και βρήκε τον Κώστα και το Μπάμπη να περιμένουν. Ο Γιώργος και ο Νίκος έφτασαν μετά από μία ώρα.
-Που σκατά ήσασταν; Δώδεκα δεν είχαμε πει; Ρε παιδιά συγκεντρωθείτε! Με κάνετε και βρίζω και είμαστε και σε μοναστήρι.
Είπε νευριασμένα ο Κώστας.
-Έχουμε πρόβλημα.
Ανέφερε ο Νίκος.
-Τι πρόβλημα;
Ρώτησε ο Κώστας.
-Οι μπαταρίες είναι νεκρές.
Είπε ο Γιώργος.
-Αυτό δεν παίζει. Πριν δύο ώρες μαζί ήμασταν και τις φορτίζαμε. Είχαμε τουλάχιστον τρεις φορτισμένες. Τις δοκιμάσαμε και στα όργανα.
Συνέχισε ο Κώστας.
-Κοίταξε, μας έχει ξανασυμβει. Δεν ξέρω τι συμβαίνει και για πιο λόγο, πάντως κάτι δεν θέλει να γίνει έρευνα εδώ πέρα. Δεν έχουμε ούτε EVP, ούτε EMF. Συνεπώς δεν μπορούμε να συλλέξουμε υλικό. Δοκιμάσε και την κάμερα, αλλά και αυτή νεκρή.
Εξήγησε ο Νίκος.
-Το θερμικό;
Ρώτησε ο Κώστας.
-Νεκρό κι αυτό. Όλος ο εξοπλισμός μας είναι νεκρός. Κάνα δύο φακοί υπολειτουργούν.
Απάντησε ο Γιώργος.
-Ε τότε πάμε για ύπνο. Έρευνα κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να γίνει. Μπορούμε να το εντάξουμε στη σφαίρα του παραφυσικού αυτό, αλλά από τη στιγμή που δεν έχουμε παραπάνω ενδείξεις δεν μπορούμε να πούμε τίποτα σίγουρα. Καληνύχτα!
Είπε ο Κώστας και κατευθύνθηκε προς το κελί του. Έπειτα ακολούθησε και η υπόλοιπη ομάδα.
Την επόμενη μέρα ξύπνησαν νωρίς. Συγκεκριμένα ξύπνησαν στις έξι από του χτύπους της πρωινής καμπάνας. Αφού παρακολούθησαν την πρωινή λειτουργία, έφαγαν ένα ελαφρύ πρωινό που τους προσέφεραν οι μοναχοί και άρχισαν να κατηφορίζουν για το τελευταίο σημείο της έρευνας που ήταν το σπήλαιο της Τσακαλόπετρας, το οποίο βρίσκεται στο οροπέδιο Πόρτες. Η συγκεκριμένη περιοχή χαρακτηρίζεται από ισχυρό γεωμαγνητικό πεδίο. Επίσης το ισχυρά γεωμαγνητικό και ηλεκτρικό πεδίο με το οποίο είναι φορτισμένη η σπηλιά, κίνησε το ενδιαφέρων πολλών επιστημόνων. Πολλά πειράματα έχουν γίνει σε εκείνο το σπήλαιο, τα οποία κατέληξαν σε αδίεξοδο. Τέλος το σπήλαιο αυτό είναι ιστορικής σημασίας. Κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας η Φιλική Εταιρεία συγκεντρωνόταν σε αυτό το μέρος προκειμένου να πάρει αποφάσεις, ενώ σώθηκαν αρκετά έγγραφα με εντολές προς τους κατοίκους.
Ο «Φλεγόμενος Κύκλος» βρισκόταν στο σπήλαιο της Τσακαλόπετρας στις δύο το μεσημέρι. Ο Κώστας ήταν προβληματισμένος με τα όργανα. Ωστόσο για κάποιο μυστήριο λόγο όταν έφυγαν από τη μονή και κατέβηκαν στο οροπέδιο Πόρτες, άρχισαν πάλι να λειτουργούν. Οι μπαταρίες ήταν γεμάτες και τόσο το EMF όσο και το EVP έπαιρναν ενδείξεις.
-Παν να μας τρελάνουν τα όργανα. Δεν γίνονται αυτά.
Άρχιζε να φωνάζει ο Κώστας νευρικά.
-Κώστα ηρέμισε. Ο λόγος για τον οποίο είμαστε εδώ είναι για να ερευνήσουμε αυτά τα γεγονότα.
Είπε ο Νίκος.
-Ναι αλλά αυτό δεν έχει ξαναγίνει. Έχουμε πάει στο μοναστήρι. Έχουμε περάσει σχεδόν όλη τη μέρα εκεί. Τα οργάνα δουλεύουν κανονικά και την ώρα της έρευνας τα πάντα είναι νεκρά. Σηκωνόμαστε σήμερα και είναι ακόμα νεκρά και τώρα που φεύγουμε λειτουργούν κανονικά. Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ, για μένα είναι κάτι το μεταφυσικό. Είναι όργανα αξιόπιστα, τα οποία επιλέξαμε μετά από πολύ ψάξιμο.
Απάντησε ο Κώστας.
-Όπως και να έχουν τα πράγματα, πρέπει να ηρεμίσεις. Φτάσαμε στις Πόρτες και στο σπήλαιο. Εγώ προτείνω να μπούμε μέσα και να εξετάσουμε το χώρο. Έχω στο νου μου κι ένα πείραμα, το οποίο θα βοηθήσει στην έρευνα μας.
Είπε ο Μπάμπης.
-Τι πείραμα;
Ρώτησε ο Κώστας.
-Θέλω κάπου στα μισά της έρευνας ο Λάμπρος, μιας που είναι το νεότερο μέλος της ομάδας να μείνει στο εκκλησάκι μόνος του. Εκεί δηλαδή που συνεδρίαζαν τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Εμείς θα πάμε με τους δέχτες και τη μία κάμερα νυχτερινής λήψης πιο βαθιά στο σπήλαιο, ενώ την άλλη θα την τοποθετήσουμε σε σημείο ώστε να δείχνει το Λάμπρο. Λάμπρο σε ρωτάω από τώρα, έχεις κάποιο θέμα σε αυτό;
Εξήγησε ο Μπάμπης.
-Κανένα θέμα. Είμαι μέσα!
Έκανε ο Λάμπρος.
-Ωραία, πάμε να στήσουμε τη βάση μας και την κάμερα. Έπειτα να ξεκουραστούμε μέχρι ν’ αρχίσει η έρευνα.
Είπε ο Κώστας.
Ο Γιώργος, ο Μπάμπης και ο Λάμπρος, προχώρησαν στο εκκλησάκι της σπηλιάς. Τοποθέτησαν την κάμερα σε ένα σημείο ώστε να δείχνει όλο το μέρος και στη συνέχεια έλεγξαν την κάμερα να δουν εάν λειτουργεί. Η κάμερα λειτουργούσε κανονικά. Ο Νίκος και ο Κώστας έλεγξαν τον υπόλοιπο εξοπλισμό και τον τοποθέτησαν στην αρχή της σπηλιάς, στήνοντας έτσι τη βάση της έρευνάς τους. Την υπόλοιπη μέρα την πέρασε ο καθένας είτε κάνοντας βόλτες στους αρχικούς διαδρόμους της σπηλιάς, είτε διαβάζοντας αντίγραφα από τα έγγραφα με τις εντολές που βρέθηκαν στη σπηλιά, τα οποία  ήταν διαθέσημα για το κοινό, είτε κάθονταν έξω από τη σπηλιά και παρατηρούσαν την όμορφη θέα που τους χάριζε το ανάγλυφο του Ολύμπου.
Στις έντεκα μαζεύτηκαν όλοι στη βάση τους. Για άλλη μία φορά επανέλαβαν τον τρόπο διεξαγωγής της έρευνας και στη συνέχεια πέρασαν στο κομμάτι της έρευνας. Ο Νίκος με τον Κώστα θα έπερναν από ένα EVP κι ένα EMF και θα πήγαιναν όσο πιο βαθιά μπορούσαν έχοντας μία νυχτερινής λήψης κάμερα. Το ίδιο θα έκαναν και ο Μπάμπης με το Γιώργο, αλλά διασχίζοντας άλλο μονοπάτι. Η επικοινωνία τους θα γινόταν με ασύρματους, τους οποίους είχαν δοκιμάσει. Ο Λάμπρος θα καθόταν κοντά στο εκκλησάκι ολομόναχος με μία κάμερα νυχτερινής λήψης να τον παρακολουθεί. Ήλπιζαν πως κάποια από τις κάμερες θα κατέγραφε κάτι το μεταφυσικό.
Δώδεκα τα μεσάνυχτα ξεκίνησε η έρευνα. Ο Λάμπρος κάθισε σε μία ακρούλα στο σκοτάδι ενώ οι άλλες δύο ομάδες εισχώρησαν βαθιά στο σπήλαιο. Καθώς περνούσε η ώρα ο Λάμπρος άρχισε να νιώθει άβολα. Ξαφνικά τον έπιασε μία ελαφριά ζαλάδα. Ένιωθε πως κάτι τον παρακολουθεί. Ένιωθε πως δεν ήταν μόνος. Ίσως να ήταν παιχνίδια του μυαλού, ίσως όμως να υπήρχε κάποια ύπαρξη μέσα στο χώρο που να προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί του. Μία ώρα αφότου ξεκίνησε η έρευνα ο Λάμπρος έκλεισε τα μάτια του και το μυαλό του «χάθηκε».
Βρέθηκε σ’ ένα περίεργο χώρο. Ο χώρος ήταν αδιάστατος, δίχως όρια. Όμως σύντομα πήρε μορφή. Η μορφή που πήρε, έμοιαζε με το εσωτερικό κάποιου ναού. Τόσο από τη μεριά του δεξιού χεριού του, όσο και από την αριστερή εμφανίστηκαν πέντε πέτρινα καθίσματα. Σε κάθε ένα κάθισμα ήταν σκαλισμένο ένα περίεργο σύμβολο, το οποίο πιθανώς να αναφερόταν στο όνομα για τον οποίο προοριζόταν η θέση. Μπροστά του εμφανίστηκαν δύο μαρμάρινοι θρόνοι. Ενώ άπό πίσω του ακούστηκαν βήματα.
-Δε συνηθίζεται να επισκέπτεται αυτό το μέρος κάποιος με τη δική σου λογική.
Ακούστηκε μία γυναικεία φωνή. Ο Λάμπρος γύρισε και είδε μία όμορφη γυναικεία παρουσία με μαύρα μαλλιά και γαλάζια μάτια. Φορούσε ένα πολύ ωραίο μεταξωτό φόρεμα. Στο κεφάλι της ξεχώριζε μία ασημένια τιάρα και στο λαιμό της ένα κολιέ από μαργαριτάρια και διαμάντια. Ήταν εκθαμβωτική.
-Ποιά είσαι;
Ρώτησε ο Λάμπρος.
-Εάν αναζητήσεις τις γνώσεις σου, σίγουρα θα έχεις ακουστά για εμένα. Δυστυχώς για εσάς πάψατε να μας ακολουθείτε αιώνες τώρα. Έτσι κι εμείς αποστραφήκαμε από εσάς. Διαπράξατε ύβρις και θα τιμωρηθείτε γι’ αυτό.
Απάντησε εκείνη και περπάτησε προς τον αριστερό από την πλευρά του Λάμπρου θρόνο.
-Τι θες να πεις με αυτό;
Ρώτησε αμήχανα ο Λάμπρος. Η γυναικεία παρουσία τότε άρχισε να μονολογεί:
«Πριν από αρκετούς αιώνες, ίσως χιλιετίες, σας επισκεφτήκαμε. Λάβατε γνώση από εμάς. Σας διδάξαμε την τέχνη και τον πολιτισμό. Επικοινωνούσαμε συχνά και χρησιμοποιούσατε τη βοήθειά μας πολλές φορές. Εξελιχθήκατε χάρις εμάς. Δημιουργήσατε επιτεύγματα στις επιστήμες όπως η γεωμετρία, προκειμένου να δημιουργήσετε δώρα που λατρεύονται μέχρι σήμερα για εμάς. Όμως με την πάροδο των χρόνων, αρχίσατε να θεωρείτε πως τα ξέρετε όλα. Πάψατε να πιστεύετε σε εμάς, μας ξεχάσατε. Αφήσατε τους βάρβαρους να λεηλατήσουν το μυαλό σας. Χάσατε το πνεύμα σας και υποταχθήκατε. Έτσι κι εμείς πάψαμε να σας βοηθούμε. Παρ’ όλ’ αυτά υπήρξαν κάποιοι που ανακάλυψαν το μυστικό μας. Θυμήθηκαν την ύπαρξή μας και ήρθαν σε αυτό εδώ το μέρος ακολουθώντας το ένστικτό τους. Σε αυτούς χαρίσαμε τη δύναμη να διώξουν τους βαρβάρους. Σε αυτούς δείξαμε το δρόμο προς τις τέχνες και τις επιστήμες. Σε αυτούς χαρίσαμε τη ρητορική. Αυτούς χρήσαμε πρωτεργάτες του κινήματος και αυτοί θύμισαν σε αρκετούς την ύπαρξή μας. Έτσι με τη βοήθειά μας, διώξατε τους βαρβάρους. Γι’ άλλη μια φορά όμως, αφήσατε τους ψεύτες να κυριαρχήσουν στην ψυχή σας. Έτσι γι’ άλλη μια φορά απομακρυνθήκατε από εμάς. Παρασυρθήκατε από την απληστία και διαπράξατε άλλη μία φορά ύβρις. Έτσι οι βάρβαροι κατάφεραν να εισχωρήσουν άλλη μία φορά σε αυτά τα εδάφη σκοτώνοντας αρκετούς από εσάς. Όμως η τύχη σας λυπήθηκε. Παραπλάνησε τους βαρβάρους και τους έφερε σε αυτόν εδώ τον τόπο. Μαγεύτηκαν τόσο από την ομορφιά όσο καθώς και από τη δύναμη που κρύβεται σε αυτό το μέρος. Έτσι διέπραξαν το ένα λάθος μετά το άλλο. Εξαρχής είχαν διαπράξει ύβρις, όταν αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν σύμβολό δικό μας για να εκφράσουν τις ιδέες του. Όμως το μεγάλο λάθος τους ήταν που τόλμησαν να πατήσουν σε αυτόν εδώ τον τόπο και να κρεμάσουν αυτό το σύμβολο στο πιο όμορφο δώρο που μας χαρίσατε. Συνεπώς έλαβαν την τιμωρία τους. Άλλη μια φορά σωθήκατε από εμάς και άλλη μια φορά φερθήκατε αλαζονικά. Έτσι τιμωρηθήκατε. Σήμερα γι’ άλλη μια φορά η βάρβαροι σας πολιορκούν κι εσείς τους αφήνετε να το κάνουν. Τι περιμένετε, γιατί δεν επιλέγετε το δρόμο που σας δείξαμε; Γιατί τους αφήνετε να δηλητηριάζουν το μυαλό σας; Γιατί δεν εμπιστεύεστε τα απομεινάρια της κληρονομιάς που αφήσατε να λεηλατηθεί; Ο λόγος για τον οποίο είσαι εδώ είναι επειδή βαθιά μέσα σου πιστεύεις σε εμάς. Βαθιά μέσα σου ξέρεις ότι εμείς είμαστε αυτοί οι οποίοι μπορούν να σας σώσουν. Υπήρξαν κι άλλοι πολιτισμοί, οι οποίοι είχαν οντότητες σαν εμάς. Όπως κι εσείς έτσι κι εκείνοι δηλητηριάστηκαν από το ψέμα. Σε αντίθεση όμως με εσάς, κανένας από εκείνους δεν επέστρεψε στους προστάτες τους. Έτσι οι λαοί εκείνοι καταστράφηκαν ολοκληρωτικά. Υπήρξαν ωστόσο και λαοί που δεν έπεψαν ποτέ να ακολουθούν τους προστάτες τους. Οι λαοί αυτοί άνθισαν και συνεχίζουν να ανθίζουν και να ανακαλύπτουν πράγματα....»
Εκείνη τη στιγμή όμως ο Λάμπρος ένιωσε κάτι να τον τραβάει μακρυά. Ο κόσμος έσβησε μπροστά του. Έπειτα άνοιξε τα μάτια του και είναι ένα λευκό φως, το οποίο τον τύφλωσε και τον έκανε να γυρίσει το κεφάλι του προς τα αριστερά απομακρύνοντας το βλέμμα του.
-Συνήλθε! Ευτυχώς.
Είπε ο Νίκος στους άλλους. Ο Λάμπρος ήταν ακόμα ζαλισμένος. Είχε ξυπνήσει απότομα από ένα όνειρο θα το χαρακτήριζε. Ένα όνειρο που όμως έμοιαζε αληθινό. Όμως δεν θυμώταν πολλές λεπτομέρειες.
-Μπορείς να μας πεις τι έγινε;
Ρώτησε ο Κώστας.
-Καθόμουν εδώ στο σκοτάδι και ξαφνικά άρχισα να ζαλίζομαι. Έπειτα σκοτείνιασαν όλα και...
Κοίταξε τριγύρω του.
-Που είναι οι θρόνοι;
Ρώτησε ασυναίσθητα.
-Ποιοι θρόνοι;
Έκανε έκπληκτος ο Μπάμπης.
-Πριν λίγο υπήρχαν δύο μαρμάρινοι θρόνοι μπροστά μου και δεξιά και αριστερά μου δέκα πέτρινα καθίσματα.
Απάντησε ο Λάμπρος.
-Όνειρο θα είδες. Πάμε έξω στη βάση. Δυστυχώς δε βρήκαμε τίποτα ούτε εδώ. Μάλλον τελικά τα μυστήρια του Ολύμπου θα μείνουν μυστήρια.
Είπε απελπισμένα ο Μπάμπης.
-Θα δούμε Μπάμπη, θα εξετάσουμε εγώ και ο Νίκος και το υλικό από τις κάμερες πιο προσεκτικά μόλις γυρίσουμε στην Αθήνα και θα βγάλουμε τα συμπεράσματά μας.
Απάντησε ο Γιώργος.
Έτσι η ομάδα πέρασε το υπόλοιπο βράδυ της στη βάση. Έπεσαν για ύπνο κατά τις τέσσερις τα ξημερώματα σε σκηνές που είχαν στήσει το απόγευμα και ξύπνησαν το επόμενο πρωί όταν ο Ήλιος άρχισε να φωτίζει το μέρος. Μάζεψαν τα πράγματά τους και άρχισαν να κατηφορίζουν προς το καταφύγιο «Πετροστρούγκα». Στο καταφύγιο έφτασαν γύρω στο απόγευμα. Επειδη ήταν όλοι τους κουρασμένοι και είχαν άλλη μία μέρα στη διάθεσή τους, πέρασαν εκεί τη νύχτα. Ο Γιώργος με το Νίκο έλεγξαν αρκετό από το οπτικό υλικό που είχαν συλλέξει όμως δεν βρήκαν κάτι το αξιοσημείωτο.
Την επόμενη μέρα, στις 30 Ιουνίου, επέστρεψαν στην Αθήνα αργά το απόγευμα. Εκεί επεξεργάστηκαν καλύτερα το οπτικοακουστικό υλικό τους και παρατήρησαν μερικά συζητήσημα σημεία. Στην 1 Ιουλίου, μαζεύτηκαν όλοι στο σπίτι του Μπάμπη και ο Νίκος τους παρουσίασε τα σημεία του υλικού τους που είχαν καθίσει. Μετά από τρεις ώρες έντονης συζήτησης και με τις απόψεις να διίστανται, ο Κώστας ανακοίνωσε το τελικό πόρισμα της έρευνάς τους:
«Δεν μπορεί να ειπωθεί ξεκάθαρα το αν στον Όλυμπο υπάρχει η όχι κάποια μεταφυσική δραστηριότητα. Σίγουρα υπήρξαν γεγονότα τα οποία εμείς δεν μπορούμε να εξηγήσουμε, ενώ σε μερικές λήψεις στις κάμερες εμφανίστηκαν κάποιες σκιές, τις οποίες εκείνη την ώρα δεν μπορέσαμε να παρατηρήσουμε. Αισθανθήκαμε όλοι μας την ενέργεια που κυριαρχεί στις κορυφές του Ολύμπου και ιδιαίτερα στο μοναστήρι του προφήτη Ηλία. Αντικρύσαμε την καταπράσινη ομορφιά που ντύνει αυτό το μαγευτικό και μυστήριο βουνό, καθώς κρύβει μέσα της μύθους, θρύλους και άλλες ιστορίες. Σίγουρα περάσαμε καλά και άξιζε τον κόπο η επίσκεψή μας όχι μόνο για την έρευνα. Το τελικό μας συμπέρασμα όσο αφορά το κομμάτι της έρευνας είναι ότι με τα τεχνολογικά μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα, δεν μπορούμε να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για τα  φαινόμενα που κυριαρχούν εκεί πάνω. Έτσι το αν ο Όλυμπος είναι η όχι η κατοικία των θεών, στεγάζει ή όχι μυστηριώδεις οντότητες, ακόμα και εξωγηίνους, είναι κάτι το οποίο εμείς δεν μπορούμε να σας πούμε. Ο καθένας είναι ελεύθερος να κρίνει μόνος του τι θέλει να πιστέψει. Θέλει να πιστέψει ότι υπάρχει κάποια επιστημονική εξήγηση που αφορά τη γεωμορφολογία της περιοχής που σήμερα δεν έχει ανακαλυφθεί, θέλει να πιστέψει στην ύπαρξη μιας άλλης διάστασης ή θέλει να πιστέψει στην ύπαρξη μιας εξωγηίνης φυλής που κατοικεί στον Όλυμπο και κάνει τα δικά της πειράματα; Ότι και να πιστέψετε, εμείς θα συνεχίσουμε τις έρευνες μας, προσπαθώντας να εξιχνυάσουμε άλλα μυστήρια!».