Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

Έρωτας Πέρα Από το Χρόνο


***Καλή Ανάγνωση!*** 


Τα μακρυά μαύρα μαλλιά της Κατρίνας ανέμιζαν ελεύθερα στο δροσερό απογευματινό αεράκι. Τα γκρίζα μάτια της κοιτούσαν μακρυά, στο άπειρο. Πριν ένα μήνα χώρισε με το αγόρι της. Είχε σχεδόν τρία χρόνια σχέση μ’ ένα ψηλό, όμορφο παλικάρι, με καστανόξανθο μαλλί και γαλάζια μάτια. Τον έλεγαν Γιώργο. Σ’ ένα πάρτι που είχαν πάει, τον έπιασε να φιλιέται με την καλύτερή της φίλη, την Ελένη. Τον κλώτσησε με δύναμη κι άρχισε να τρέχει μακρυά. Θυμόταν καλά τη νύχτα εκείνη. Κατηφόρησε τρέχοντας τον πρώτο δρόμο που βρήκε, αφήνοντας πίσω της το Νεοχώρι. Μετά από μισή περίπου ώρα, έφτασε μπροστά στη λίμνη Πλαστήρα. Κάθισε στο έδαφος κι άναψε ένα τσιγάρο. Έκανε τρεις τζούρες και το έσβησε. Κάλυψε με τ’ απαλά της χέρια το πρόσωπό της. Ξέσπασε σε κλάματα. Τότε άκουσε το βέλασμα ενός προβάτου. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία. «Είναι η φαντασία μου.», σκέφτηκε. Όμως το πρόβατο επέμεινε. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το μέρος απ’ όπου ερχόταν ο ήχος. 

Καθώς άρχισε να πλησίαζει προς το βέλασμα, παρατήρησε ένα μπλε φως. Πλησίασε περισσότερο. Βρέθηκε πίσω από ένα φτερωτό ολόλευκο άλογο. Ο καβαλάρης του είχε μακρυά ασημένια μαλλιά, ενώ τα μάτια του είχα μία μαγευτική μπλε λάμψη. Είχε μπράτσα και κοιλιακούς, ήταν γυμνασμένος. Τόσο το άλογό του όσο κι αυτός καλύπτονταν από μία μπλε λάμψη. Η Κατρίνα κάθισε αποσβολωμένη να τον κοιτάζει. Εκείνον δεν είχει αντιληφθεί την παρουσία της. Σήκωσε το χέρι του και το πρόβατο κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Η ίδια μπλε λάμψη άρχισε να βγαίνει από το πρόβατο και να κατευθύνεται προς τον καβαλάρη. Ύστερα από λίγο το πρόβατο έπεσε νεκρό στο έδαφος. Η Κατρίνα προσπάθησε να τρέξει. Τα πόδια της όμως έμειναν ακίνητα. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει ρυθμικά. Χωρίς να το συνειδητοποιήσει κατευθύνθηκε προς το μέρος του καβαλάρη. Ο καβαλάρης έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος της. Την κοίταξε στα μάτια. Όλα σκοτείνιασαν. Η Κατρίνα έχασε τις αισθήσεις της.

Το επόμενο πρωί ξύπνησε στο μικρό δωματιάκι της. Δίπλα της ήταν ο Σμουτς, ένα μικρό λούτρινο αρκουδάκι, δώρο από τους γονείς της στα έκτα της γενέθλια. Τότε δεν μπορούσε να φανταστεί ότι τρία χρόνια μετά θα πέθαιναν σε αεροπορικό δυστύχημα. Εκείνη τη μέρα είχε ένα ελαφρύ κρυολόγημα κι έτσι οι γονείς της την άφησαν στη γιαγιά της, τη Μαριγούλα, στο Νεοχώρι. Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα ο Σμουτς και η γιαγιά της ήταν η οικογένεια της. Έτριψε απαλά την γούνινη κοιλίτσα του Σμουτς και τον καλημέρισε. Ύστερα κατέβηκε στην κουζίνα και καλημέρισε τη γιαγιά της. Έφαγε το πρωινό της και πήγε στο ψιλικατζίδικο που δούλευε. Θυμόταν αμυδρά τα γεγονότα που είχαν συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Δεν είχε ιδέα πως γύρισε σπίτι. Αναρωτιόταν εάν είχε πάει στο πάρτυ, εάν όντως ο Γιώργος είχε φιλιθεί με την Ελένη. Και ο καβαλάρης; Τι ήταν αυτό που είχε δει; Δεν μίλησε ποτέ σε κανέναν γι’ αυτό. Ακόμα κι όταν βεβαιώθηκε πως ο Γιώργος φιλήθηκε με την Ελένη και πως είχε φύγει τρέχοντας από το πάρτυ, δεν ανέφερε σε κανέναν τι είχε δει μετά. Η γιαγιά της, την είχε δει να επιστρέφει στις τέσσερις τα ξημερώματα στο σπίτι. Έτσι υπέθεσε πως απλά ήταν μεθυσμένη κι ο καβαλάρης δεν ήταν τιποτε παραπάνω από κτήμα της φαντασίας της. Για κάποιο λόγο όμως δεν μπορούσε να βγάλει την ιδέα της ύπαρξής του απ’ τις σκέψεις της. Αποφάσισε να επισκέπτεται καθημερινά τη λίμνη μήπως και τον ξανάεβλεπε. Ο καβαλάρης όμως δεν της έκανε τη χάτη να εμφανιστεί. 

«Μάλλον τον φαντάστηκα. Δεν μπορεί να υπάρχει κάτι τέτοιο.», σκεφτόταν η Κατρίνα καθώς καθόταν στην όχθη της λίμνης και κοίταζε το άπειρο. Είχε αρχίσει να νυχτώνει και το αεράκι δυνάμωνε. Άναψε ένα τσιγάρο για να ζεστάνει το μέσα της και να διώξει μακρυά τις άσχημες αναμνήσεις που την ταλαιπωρούσαν ένα μήνα τώρα. Το ένα τσιγάρο όμως δεν ήταν αρκετό. Έτσι άναψε και δεύτερο και τρίτο. Πριν καλά το καταλάβει είχε καπνίσει όλο το πακέτο. Ο αέρας γινόταν πιο παγωμένος με το πέρασμα της ώρας. Άρχισε να νιώθει ρήγος. «Δεν κρυώνω. Σήμερα θα μάθω εάν υπάρχει στ’ αλήθεια ή όχι.», είπε στον εαυτό της.

Μισή ώρα αργότερα ψηλά στον ουρανό εμφανίστηκε μία μπλε λάμψη. Κοίταξε προσεκτικά. Ήταν το άσπρο άλογο με τον καβαλάρη των «ονείρων» της πάνω. Έτριψε τα μάτια της και ξανακοίταξε. Συνέχιζε να τον βλέπει. Τσιμπήθηκε για να σιγουρευτεί ότι δεν ονείρευεται. Ένιωσε πόνο. Ο καβαλάρης πετούσε πάνω από το Νεοχώρι. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά ρυθμικά. Το στήθος της άρχισε να καίει. Ήθελε να πετάξει προς το μέρος του. Ήθελε να μπορεί να είναι κοντά του. Ήθελε να.... Το τελευταίο της θέλω διέκοψαν οι σειρήνες από δύο πυροσβεστικά. Κάποιο σπίτι στο Νεοχώρι έπιασε φωτιά. Κοίταξε προς το χωριό και παρατήρησε πως η φωτιά ερχόταν από τη γειτονιά της. «Γιαγιά!», σκέφτηκε αμέσως και άρχισε να τρέχει.

Είκοσι λεπτά αργότερα βρισκόταν έξω από το τυλιγμένο στις φλόγες σπίτι της. «ΓΙΑΓΙΑΑΑΑΑ!», φώναξε με όλη της τη δύναμη. Η κυρά Κατίνα η γειτόνισσα, την πλησίασε με δάρυα στα μάτια. Πριν λίγο οι πυροσβέστες την είχαν ανασύρει μισοκαμένη. Τώρα απλώς πάλευαν να σώσουν το κτίριο. Η φωτιά όμως δεν έσβηνε. Φούντωνε όλο και περισσότερο. Σαν πεταλούδες οι στάχτες χόρευαν στον αέρα, σαν μπλε πεταλούδες. Η Κατρίνα κοίταξε βαθύτερα στις φλόγες και παρατήρησε τη μπλε λάμψη που πιθανότατα κανείς άλλος δεν έβλεπε. Έκανε μερικά βήματα πίσω κι έπεσε σε κάποιον. Γύρισε απότομα και αντίκρυσσε τον Γιώργο. «Τι στον πούτσο θες εσύ εδώ;», είπε θυμομένα. «Ήρθα να...ξερεις...», προσπάθησε να βρει λέξεις. «Πήγαινε σε εκείνο το τσουλί κι άσε με εμένα. Χάσου... Εσύ έπρεπε να ήσουν στις φλόγες... Πήγαινε...», δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της, «Πήγαινε... Πήγαινε ψόφα!», είπε κομπιάζοντας. Έπειτα άρχισε να τρέχει μακρυά του. Η κυρά Κατίνα της φώναξε, όμως η Κατρίνα δεν άκουσε. Έτρεξε μακρυά απ’ τις φλόγιες, μακρυά απ’ τον Γιώργο, μακρυά απ’ όλα.

Κατευθύνθηκε προς το δάσος πάνω από το Νεοχώρι. Ήθελε να μείνει μόνη. Να μην την ενοχλήσει κανείς. Όμως από πίσω της την ακολουθούσε ο Γιώργος και μερικοί γείτονές της. Επίσης την ακολουθούσε και η αστυνομία που ήθελε να πάρει στοιχεία. Εκείνη συνέχισε να τρέχει. Μπήκε βαθιά μέσα στο δάσος. Ο μόνος που την ακολουθούσε τώρα ήταν ο Γιώργος. Της φώναζε να σταματήσει, να λογικευτεί. «Φύγε! Άσεμε ήσυχη! Παράταμε!», φώναζε εκείνη. Ο Γιώργος συνέχιζε να την ακολουθεί. Της ζήτησε συγγνώμη, αλλά αυτό δεν βοήθησε την κατάσταση. «Γαμήσου!», του φώναξε εκείνη, «Τράβα στο τσουλί σου. Μην με ακολουθάς.», συμπλήρωσε. Εκείνος όμως συνέχισε να την αγνοεί. Έτρεξε πίσω της γρήγορα και την άρπαξε από το χέρι. Έπεσαν κάτω. «Ήταν όλα μία παρεξήγηση.», της είπε ήρεμα και τη φίλησε. Η Κατρίνα τον κλώτσησε. Ο Γιώργος την έσφιξε πιο πολύ, ενώ με το χέρι του άρχισε να τη χαϊδεύει. Δίχως να το καταλάβει, το χέρι της έπιασε μία αρκετά αιχμηρή και μεγάλη πέτρα. Τη σήκωσε και τον χτύπησε δυνατά στο κεφάλι κάνοντας τον να χάσει τις αισθήσεις του και ν’ αρχίσει να αιμοραγεί.

«Σε προειδοποίησα παλιομαλάκα. Δεν ήθελες να με ακούσεις.», είπε καθώς τον έσπρωξε από πάνω της. Σηκώθηκε και τίναξε το χώμα από πάνω της. Έπειτα έψαξε στις τσέπες του Γιώργου για τσιγάρο. Βρήκε ένα πακέτο με τρία τσιγάρα και το πήρε. «Δεν θα σου χρειαστούν πια.», είπε ειρωνικά. Προχώρησε βαθύτερα στο δάσος. Έπειτα κάθισε στο έδαφος ακουμπώντας την πλάτη της σ’ ένα πεύκο. Άναψε ένα τσιγάρο και το κάπνισε, προσπαθώντας να διώξει μακρυά τις σκέψεις της. Το μόνο που ήθελε ήταν λίγα λεπτά ηρεμία. Ήθελε όλο αυτό που ζούσε να ήταν ένα όνειρο και να ξυπνούσε στο κρεβατάκι της, αγκαλιά με τονν Σμουτς. Έκλεισε τα μάτια της με την ελπίδα όταν θα τα ξανάνοιγε να ξυπνούσε από τον εφιάλτη που ζούσε.

Μάταιη η προσπάθειά της όμως. Όταν τα ξανάνοιξε μπροστά της βρισκόταν ο καβαλάρης. Την κοίταζε με τα μπλε του μάτια. Τον κοίταξε κι εκείνη. Η διάθεσή της άρχισε να φτιάχνει. Οι σκέψεις που τη βασάνιζαν έφυγαν μακρυά. Ο καβαλάρης κατέβηκε από το άλογό του και την πλησίασε. Την άγγιξε στο πρόσωπο κι εκείνη μόρφασε. Τα χέρια του ήταν παγωμένα. Εκείνη ωστόσο άρχισε να ζεσταίνεται. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. «Πάρε με.», του ψιθύρισε χωρίς να ξέρει τι κάνει. Το σώμα της άρχισε να πονάει. Ένιωσε δυσφορία. Τράβηξε με τα χέρια της τα ρούχα, σκίζοντάς τα σε διάφορα σημεία. Ο δροσερός αέρας της προσέφερε στιγμιαία ανακούφιση. Ο καβαλάρης επέστρεψε στο άλογο του. «Μη με αφήνεις.», του φώναξε εκείνη, «Πάρε μαζί σου. Θέλω να είμαι μαζί σου. Θέλω να πετάξω δίπλα σου.», συμπλήρωσε. Ο καβαλάρης ανέκφραστος σήκωσε το χέρι του. Μία μπλε λάμψη τυλίχτηκε γύρω από την Κατρίνα και τη σήκωσε στον αέρα. Στη συνέχεια η μπλε λάμψη τυλίχτικε στο λαιμό της και γύρω από ένα χοντρό κλαρί. Ύστερα όλα σκοτείνιασαν.

Όταν άνοιξε τα μάτια της η Κατρίνα βρισκόταν ψηλά. Κρατούσε σφιχτά στα χέρια της τον καβαλάρη. Βρισκόταν πάνω στο κάτασπρο φτερωτό άλογό. Κοίταξε κάτω και είδε τον καπνό που έβγαινε από το σπίτι της. Δεν την πείραζε πλέον. Είχε ξεχάσει τα πάντα. Είχε βρει αυτό που ήθελε. Πετούσε ψηλά στον ουρανό μαζί με τον καβαλάρη της. Βίωνε το αιώνιο όνειρό της, απο το οποίο δεν θα ξυπνούσε ποτέ ξανά. Πέταξαν προς το φως του φεγγαριού και χάθηκαν σ’ αυτό. Χάθηκαν «σ’ ένα έρωτα πέρα απο το χρόνο».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου