Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Η Γέννηση...



 ***Μιας και πλησιάζει 28η Οκτωβρίου, είπα να γράψω μία ιστορία fantasy που να απευθύνεται στη χρονική περίοδο του Β' Παγκοσμίου πολέμου. Καλή Ανάγνωση!***

Ο κόμης Ερλ καθόταν στη δερμάτινη πολυθρόνα του γραφείου. Στα χέρια του κρατούσε ένα λευκό πορσελάνινο φλιτζάνι γεμάτο με καυτό ερλ γρέι. Το γραφείο του βρισκόταν στο τρίτο όροφο της έπαυλής του κι επικοινωνούσε με τον έξω χώρο με μία μεγάλη τζαμαρία. Ο κόμης καθόταν ήρεμα στην πολυθρόνα του και παρατηρούσε τη θυελλώδη βροχή πίσω από τη τζαμαρία. Απολάμβανε ιδιαίτερα τον εκοφαντικό ήχο των κεραυνών. Έτσι κάθε φορά που τον άκουγε, ακουμπούσε γλυκά το πορσελάνινο φλιτζάνι στα χείλη του.

Ήταν η εικοστή μέρα ενός βροχερού Οκτώβρη στα μέσα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το βουνό Λάσεχορν, της οροσειράς των Άλπεων, στην πλαγιά του οποίου είναι χτισμένη η έπαυλη του κόμη, πολιορκούταν τρία μερόνυχτα μ’ έντονα καιρικά φαινόμενα. Σύμφωνα με τα σύγχρονα μετεωρολογικά μηχανήματα, η κακοκαιρία θα διαρκούσε άλλες δύο μέρες. «Δύο μέρες.», είχε επαναλάβει ψυχρά ο κόμης όταν άκουσε το δελτίο καιρού στο ραδιόφωνο. Έπειτα κλείστηκε στο γραφείο του για κάμποσες ώρες, πίνοντας τσάι και παρακολουθόντας τη θύελλα και τη βροχή που διατάραζαν τη λίμνη Μπριτζ.

Η ηρεμία του κόμη χάθηκε όταν ακούστηκε ο ήχους από το κουδούνι. Ο κόμης ακούμπησε το φλιτζάνι του πάνω στο γραφείο του. Έπειτα προχώρησε προς τη τζαμαρία και στάθηκε να κοιτάζει τη θύελλα. Ελαφρά βήματα ακούστηκαν ν’ ανεβαίνουν μία ξύλινη σκάλα. Ήταν η νεαρή Μάρα. Την είχε κυριολεκτικά αγοράσει πριν από τέσσερα χρόνια από την οικογένεια της σ’ ένα ταξίδι που έκανε στις Φιλιππίνες. Η Μάρα ήταν τώρα δεκαέξι ετών και υπηρετούσε τα θελήματα του κόμη. 

Τα βήματα σταμάτησαν ν’ ακούγονται όταν έφτασε στην πόρτα του γραφείου. Τρία χτυπήματα στην πόρτα ακούστηκαν και στη συνέχεια η φωνή του κόμη. «Πέρασε Μάρα.», είπε. Η πόρτα άνοιξε και μία μαυρομάλλα με καστανά μάτια και σκουρόχρωμο δέρμα εισήλθε στο δωμάτιο. «Κάποιος κύριος Χένρυ θέλει να σας δει.», ανακοίνωσε η Μάρα. Ο κόμης αναστέναξε. «Ήλπιζα ότι θα πέθαινε μέσα σ’ αυτή την κακοκαιρία.», έκανε μία παύση, «Πες του ότι θα κατέβω σε λίγο.», συμπλήρωσε. Η Μάρα έκανε μία ελαφριά υπόκλιση και πήγε να εκπληρώσει αυτό που της είπε ο κόμης. Ο κόμης ήπιε μία γουλιά από το τσάι του και στη συνέχεια πέταξε το φλιτζάνι με δύναμη στον τοίχο κάνοντας το να σπάσει. «Πικρό και κρύο!», φώναξε καθώς το πέταξε.

Ο κόμης έστρωσε το μαύρο του κοστούμι. Κοιτάχτηκε σ’ ένα καθρέφτι που είχε στο γραφείο του και χτένισε το μαύρο του μαλλί. Στη συνέχεια κατέβηκε στο ισόγειο. Ο Χένρυ τον περίμενε καθισμένος στον κόκκινο μεταξωτό καναπέ του σαλονιού. Ήταν κοντός, ξανθός και χοντρός. Φορούσε τη στρατιωτική στολή της Γερμανίας. «Ώστε ήρθες τελικά παρ’ όλη την κακοκαιρία.», τόνισε ο κόμης μόλις τον είδε. «Εκτελώ εντολές από τη μητέρα πατρίδα Έρλ.», απάντησε ο Χένρυ. Ο κόμης κοίταξε γύρω του σα να έψαχνε κάτι. «Που είναι;», ρώτησε. «Έξω και περιμένουν.», απάντησε ο Χένρυ. Ο κόμης κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα και την άνοιξε. Τέσσερις αλισοδεμένες μεταξύ τους Εβραίες στέκονταν ακάλυπτες στη βροχή. Ο κόμης τις έκανε νόημα να περάσουν. Έπειτα φώναξε τη Μάρα. «Βγάλε αυτά τα ρούχα από πάνω τους και δώσε τους να φορέσουν κάτι στεγνό.», της είπε.

Ο Χένρυ τον κοίταξε με απογοήτευση. «Δεν χρειάζεται να είσαι τόσο καλός μαζί τους. Και να πεθάνουν, θα σου φέρω άλλες.», είπε. «Εάν θες αυτό που μου ζητάς να έχει επιτυχία, τότε θα πρέπει να φτάνουν εδώ όσο το δυνατόν πιο υγιείς.», επισήμανε ο κόμης. «Όπως και να ‘χει, η δουλειά μου εδώ τελείωσε. Ώρα να επιστρέψω στη μητέρα Γερμανία. Φρόντισε να βάλεις τα δυνατά σου, αλλιώς θα φροντίσουμε εμείς για σένα.», είπε με απειλητικό ύφος ο Χένρυ, «Και να θυμάσαι. Δεν έχει σημασία εάν υποφέρουν, αρρωστήσουν η πεθάνουν. Θα σου φέρουμε άλλες αν μείνουμε ικανοποιημένοι από την πρόοδο της έρευνας σου.», συμπλήρωσε. Ο κόμης έγνεψε καταφατικά και στη συνέχεια οδήγησε τον Χένρυ ως την έξοδο.

Άφησε να του ξεφύγει ένας βαρύς αναστεναγμός καθώς έκλεισε η πόρτα πίσω του. Ήξερε τον Χένρυ χρόνια. Πριν από τον πόλεμο. Είχαν περάσει όμορφες στιγμές ως φίλοι στο παρελθόν. Όμως ο πόλεμος αλλοίωσε αυτή τη φιλία. Από τότε που ο Χένρυ φόρεσε τη σβάστικα, άλλαξε όλη του η συμπεριφορά. Προκειμένου να λάβει υψηλή στρατιωτική θέση, έχασε κάθε ανθρώπινη αξία από πάνω του. «Πούλησε την ψυχή του στο θάνατο.», συνήθιζε να λέει συχνά ο κόμης. Η φιλία τους έλαβε τέλος, όταν ο κόμης αρνήθηκε να συμμετάσχει στα αποτρόπαια εγκληματικά πειράματα του ναζιστικού καθεστώτος. Ο Χένρυ τότε σήκωσε το όπλο του και τον σημάδεψε. Τον απείλησε ότι θα σκοτώσει εκείνον και την οικογένειά του. Ο κόμης ενένδωσε στις απειλές του Χένρυ.

Πριν ένα χρόνο στα χέρια του Χένρυ έπεσαν μερικά αρχαία χειρόγραφα που αναφέρονταν σ’ ένα μεγαλειώδες πλάσμα. Αναφερόταν σε ανθρώπους με μάτια λαμπερά στο σκοτάδι, ισχυρά νύχια και κοφτερά δόντια. Αναφερόταν σε ανθρώπους που μπορούσαν να διανύσουν αποστάσεις χιλιομέτρων μέσα σε λίγα λεπτά. Ο Χένρυ συνέδεσε τα χειρόγραφα αυτά με τη δημιουργία αρχαίων πολιτισμών. Επιπλέον εκείνη την περίοδο ήρθε στο φως ο μεγαλειώδης, όπως τον χαρακτήρισε ο Χένρυ, πολιτισμός της Βαβυλώνας. Επηρεασμένος από τις ιστορίες που αναδείχθηκαν με την ανακάλυψη της Βαβυλώνας, ο Χένρυ επισκέφτηκε τον κόμη και του ζήτησε να διεξάγει πειράματα προκειμένου να δημιουργήσει το νέο είδος ανθρώπου. Το είδος που θα άρχιζε από τη Γερμανία και στη συνέχεια θα κυριαρχούσε σε ολόκληρο τον κόσμο.

Ο κόμης προσπάθησε να λογικεύσει τον Χένρυ. Δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί κάτι τέτοιο. Ακόμα και αν όντος κατάφερνε να χρησιμοποιήσει τις ελάχιστες γνώσεις βιολογίας και χημείας που είχε, μετατρέποντας το μύθο σε πραγματικότητα, το κόστος τούτου του επιτεύγματος θα ήταν μεγάλο. Ο Χένρυ υπέδειξε γι’ άλλη μια φορά τη θέση του, αναγκάζοντας τον κόμη να συμφωνήσει άλλη μια φορά. Με αυτό τον τρόπο, το υπόγειο της έπαυλης του κόμη μετατράπηκε σε ερευνητικό εργαστήριο. Τους τελευταίους έξι μήνες είχαν πεθάνει εξήντα-δύο Εβραίες, ηλικίας μεταξύ δεκατριών και εικοσιπέντε. Ο κόμης είχε αρχίσει να καταριέται τον εαυτό του και τον Χένρυ. Κλεινόταν για ώρες στο γραφείο του και προσπαθούσε να βρει ένα τρόπο ν’ αποδράσει απ’ την κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Όσο κι αν προσπάθησε, η εκτέλεση του πειράματος ήταν μονόδρομος.

Ο κόμης στηριζόταν ακόμα πίσω από την κλειστή εξώπορτα. Στεκόταν εκεί χαμένος στις σκέψεις του. Η Μάρα τον πλησίασε και τον άγγιξε απαλά στον ώμο. Εκείνος γύρισε και την κοίταξε στα μάτια. «Είναι όλα έτοιμα;», ρώτησε. Η Μάρα ανοιγόκλεισε τα μάτια της και στη συνέχεια απάντησε, «Ναι. Μπορούμε ν’ αρχίσουμε όποτε εσείς θελήσετε.». Του έδωσε ένα φύλλο χαρτί και χάθηκε σε κάποιο διπλανό δωμάτιο. Ο κόμης κοίταξε τον συμπληρωμένο κατάλογο με τα χαρακτηριστικά των κοριτσιών που είχε παραλλάβει. «Μία δεκατετράχρονη, δύο δεκαοχτάχρονες και μία είκοσι-δύο ετών.», διάβασε προσεχτικά τις ηλικίες των κοριτσιών. «Τέρατα!», συμπλήρωσε με μίσος σφίγγοντας το χαρτί στα χέρια του.

Κατευθύνθηκε στο γραφείο του και περίμενε να περάσει η ώρα. Όταν το ρολόι χτύπησε δέκα φορές, φωναξε τη Μάρα. «Ρίξε δύο από αυτά σε ότι πιουν.», τη είπε. «Όπως επιθυμείτε.», απάντησε η Μάρα. Ένας κεραυνός ακούστηκε στο βάθος. «Όποιος θεός κι αν υπάρχει θα μας τιμωρήσει στο τέλος. Πρώτα η Γερμανία βεβύλωσε ιερά σύμβολα κι εδάφη και τώρα ζητάει αυτό.», σιγομουρμούρησε καθώς η Μάρα έκλεισε την πόρτα. Ύστερα από μία ώρα οι τέσσερις κοπέλες κοιμόντουσαν βαθιά. Έτσι ο κόμης τις μετέφερε στο υπόγειο εργαστήριό του. Τις έγδυσε και τις έδεσε σε χειρουργικά κρεβάτια. «Αυτή τη φορά θα δοκιμάσουμε μία νέα μέθοδο. Θα ήθελα να απομακρύνεις τα ωάρια τους και να μου τα φέρεις.», είπε στη Μάρα κι εκείνη έγνεψε καταφατικά.

Τρεις ώρες αργότερα ο κόμης είχε εναποθέσει στη μήτρα κάθε μιας από τις κοπέλες από δύο γονιμοποιημένα, όπως ήλπιζε, ωάρια. «Ελπίζω αυτη τη φορά να πετύχει. Δεν νομίζω να έχω πολλές ακόμα ευκαιρίες εάν αποτύχω πάλι.», είπε κοιτώντας φοβησμένος τη Μάρα. «Βοήθησε με να τις μεταφέρουμε στα δωμάτιά τους.», συμπλήρωσε. «Είμαι βέβαιη πως αυτή τη φορά όλα θα πάνε καλά. Όμως...», το πρόσωπο της Μάρας κοκκίνησε καθώς έκοψε τη φράση της. «Όμως;», επανέλαβε ερωτηματικά ο κόμης. «Τίποτα. Απλώς παρασύρθηκα από μία σκέψη.», απάντησε η Μάρα και στη συνέχεια έπιασε μία από τις κοπέλες από τα πόδια για να τη μεταφέρουν σε ένα από τα δωμάτια της έπαυλης.

Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα ο κόμης κλειδώθηκε στο γραφείο του. Η Μάρα ασχολήθηκε με τη φροντίδα των κοριτσιών. Έδινε καθημερινά ενημέρωση στον κόμη για την υγεία τους. Οι μέρες πέρασαν και εώς την εικοστή-πέμπτη μέρα του Νοεμβρίου κανένα από τα κορίτσια δεν είχε αδιαθετήσει. Ο κόμης είχε αρχίσει να βεβαιώνεται πλέον. Το πρώτο μέρος του πειράματός του είχε πετύχει. Όλα τα κορίτσια είχαν περάσει στην κύηση. Στην κοιλιά τους αυτή τη στιγμή είχε αρχίσει να δημιουργείται το νέο είδος ανθρώπου. Ωστόσο δεν ενημέρωσε τον Χένρυ. Ήθελε να είναι βέβαιος πως όλα θα ήταν επιτυχημένα.

Δύο μήνες μετά οι δύο δεκαοχτάχρονες κοπέλες αρρώστησαν βαριά. Ο κόμης έκανε ότι μπορούσε να διατηρήσει την υγεία τους. Όμως στον επόμενο μήνα άρχισαν να αιμοραγούν ασταμάτητα. Έτσι στα τέλη του Φλεβάρη άφησαν την τελευταία τους πνοή. Σε παρόμοια κατάσταση βρισκόταν και η εικοσι-δύο χρονών κοπέλα. Έκανε συνέχεια εμμετό και είχε αρχίσει να χάνει βάρος. Εκείνη πέθανε στις αρχές του Απρίλη. Η δεκατετράχρονη ωστόσο φαινόταν αρκετά υγιής. Το δέρμα της κάθε μήνα χλώμιαζε όλο και πιο πολύ, ενώ είχα αρχίσει να αλλάζουν και οι διατροφικές της συνήθειες. Προτιμούσε το κρέας να είναι όσο πιο ωμό γίνεται, ενώ απέφευγε τα φρούτα και λαχανικά. 

Στα μέσα του Ιουνίου, ο κόμης αποφάσισε να ενημερώσει τον Χένρυ για την πρόοδο της έρευνας του. Ήταν εντυπωσιασμένος που δεν τον είχε ενοχλήσει ο Χένρυ τόσους μήνες. Πίστευε πως είχε επανέλθει στα λογικά του. Ωστόσο η εξήγηση ήρθε με το γράμμα ενός νεαρού στρατιώτη στις αρχές του Ιουλίου και λίγες μέρες πριν την κρίσιμη μέρα. Ο Χένρυ είχε πεθάνει τον Φλεβάρη στη μάχη του Στάλινγκραντ. Μόλις ο στρατιώτης το ανακοίνωσε αυτό στον κόμη, το πρόσωπό του χλώμιασε. Δεν ήταν τόσο ο χαμός του φίλου του που τον συγκλόνισε, αλλά οι φόβοι του. Το πείραμά του ήταν ήδη στην τελική φάση. Δεν μπορούσε να το ακυρώσει δίχως να σκοτώσει τη δεκατετράχρονη. Επιπλέον ο στρατιώτης είχε εντολή να μείνει στο πλευρό του κόμη εώς ότου ολοκληρωθεί το πείραμα. Γι’ άλλη μια φορά ο κόμης κλείστηκε στο γραφείο του. Όχι όμως για πολύ.

Έξι μέρες μετά η έπαυλη γέμισε με τις φωνές τις δεκατετράχρονης. Ήταν η δέκατη μέρα του Ιουλίου. Έσπασαν τα νερά της. Ο κόμης έδωσε εντολή στη Μάρα να του φέρει μία λεκάνη με ζεστό νερό. Ο στρατιώτης καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας του τοκετού στεκόταν πίσω από τον κόμη με το χέρι του στο περίστροφο που είχε περασμένο στη ζώνη του. Έτσι και ο κόμης έκανε κάποια περίεργη κίνηση προκειμένου να καταστρέψει το πείραμα, ο στρατιώτης είχε εντολή να τον σκοτώσει. Συγκεκριμένα είχε εντολή να του τινάξει τα μυαλά εάν το πείραμα αποτύγχανε.

Ευτυχώς για τον κόμη όλα κύλησαν ομαλά. Ο τοκετός ήταν επιτυχής και μέσα από την δεκατετράχρονη γεννήθηκε ο πρώτος υβριδικός άνθρωπος. «Γεννήθηκε...», είπε με ανακούφηση και φόβο ο κόμης. Τα μάτια του μωρού ήταν γκρίζα κι αστραφτερά στο φως. Τα αυτιά του ήταν μυτερά στην άκρη. Είχε μικρά γαμψά νύχια και μία ουρά. Ενώ μία λωρίδα από ένα απαλό γκρίζο τρίχομα άρχιζε από το μέτωπό του και κατέληγε στην ουρά του, διασχύζοντας την πλάτη του. Τόσο ο στρατιώτης, όσο και η δεκατετράχρονη έμειναν σαστισμένοι να κοιτάζουν το μωρό. Έπειτα η δεκατετράχρονη ξέσπασε σε λυγμούς. Ο κόμης έδωσε εντολή στη Μάρα να την καθυσηχάσει, ενώ εκείνος οδήγησε τον στρατιώτη στο γραφείο του για να εξηγήσει στο στρατιώτη τις λεπτομέρειες του πειράματος.

«Πριν ενάμιση περίπου χρόνο ανακαλύψαμε την αρχαία πόλη της Βαβυλώνας. Ο Χένρυ ανέλαβε να παρακολουθεί τις ανασκαφές. Όμως η ανακάλυψη αυτή έφερε στο φως κάτι σκοτεινό.», άρχισε να λέει ο κόμης στο στρατιώτη όταν μπήκαν στο γραφείο του. Έβγαλε κι ένα κουτί με φωτογραφίες και τις έδειξε στον στρατιώτη καθώς συνέχιζε το λόγο του. «Όπως βλέπεις και στις φωτογραφίες, υπήρξαν τοιχογραφίες και κείμενα που αναφέρονται σε υβριδικές υπάρξεις ζώων και ανθρώπων. Δεν γνωρίζω τι οδήγησε στην εξαφάνισή τους, όμως αυτό για το οποίο είμαι βέβαιος είναι ότι δεν έπρεπε ποτέ να εκτελεστεί αυτό το αποτρόπαιο πείραμα. Πέθαναν πάνω από εξήντα νεαρές κοπέλες για να γεννηθεί τελικά ένας άνθρωπος με χαρακτηριστικά γάτας....». «Δεν είσαι σε θέση να κρίνεις τις εντολές του αδόλφου.», διέκοψε ψυχρά ο στρατιώτης τον κόμη, «Έφερες το πείραμα εις πέρας. Η δουλειά σου τελειώνει εδώ.», συμπλήρωσε κι έβγαλε το περίστροφο από την ζώνη του σημαδεύοντας τον κόμη.

Εκείνη τη στιγμή όμως ακούστηκαν ουρλιαχτά από τον όροφο στον οποίο βρισκόταν η Μάρα, η δεκατετράχρονη και το μωρό. Ο στρατιώτης άφησε τον κόμη κι έτρεξε να δει τι συμβαίνει. Ο κόμης αναστέναξε κι ακολούθησε κι εκείνος. Όταν έφτασαν στο δωμάτιο, βρήκαν τη δεκατετράχρονη κοπελα γδαρμένη και γυμνή στο κρεβάτι. Ενώ δίπλα της ήταν πεσμένη Μάρα, από την οποία είχαν βγει με βίαιο τρόπο τα μάτια. «Όπως ακριβώς φοβόμουν.», ψιθύρισε ο κόμης και ο στρατιώτης τον κάρφωσε μ’ ένα ψυχρό βλέμμα. «Το μωρό.», φώναξε δυνατά και πυροβόλησε τον κόμη στο ώμο. «Είμασταν τέσσερα άτομα στο σπίτι. Μην περιμένεις να πιστέψω ότι το μωρό σκότωσε τις κοπέλες. Υπάρχει και κάποιος άλλος. Θέλω εξηγήσεις, αλλιώς....», σταμάτησε απότομα το λόγο του όταν είδε μία σκιά στο βάθος.

Άφησε τον κόμη κι έτρεξε προς τη σκιά. Ακούστηκαν πέντε πυροβολισμοί κι έπειτα απόλυτη σιωπή. Ο κόμης κράτησε τον ώμο του, ο οποίος έκαιγε απίστευτα, και κατευθύνθηκε στο γραφείο του. Δεν τον ένοιαζε τι είχε γίνει. Τίποτε από όλα όσα συνέβαιναν δεν τον ενδιέφεραν. Κάθισε στην καρέκλα του γραφείου του κι απομάκρυνε τη σφαίρα από τον ώμο του. Καθάρισε την πληγή και την έδεσε σφιχτά. Άκουσε βήματα στις σκάλες να πλησιάζουν προς το μέρος του. Άνοιξε το πρώτο συρτάρι του γραφείου του κι έβαλε ένα πιστόλι. Τα βήματα σταμάτησαν έξω από την πόρτα του. Ο Κόμης σημάδεψε την πόρτα κι ετοιμάστηκε να πυροβολήσει μόλις εκείνη θα άνοιγε. Πράγματι μόλις η πόρτα άνοιξε ο κόμης πυροβόλησε μέχρι να αδειάσει η κάνη του όπλου. Όλες οι σφαίρες χτύπησαν τον αέρα. Μπροστά στην ανοιγμένη πόρτα δεν υπήρχε κανένας. Όμως ήξερε πολύ καλά ότι στο σπίτι υπάρχει κάτι το τρομερό. «Φανερώσου!», φώναξε, «Παραδίνομαι!».

Από τη σκάλα αργά ανέβηκε μία φιγούρα που φορούσε κουκούλα. Πλησίασε αρκετά τον κόμη κι έπειτα έδειξε το πρόσωπό του. Τα μάτια του ήταν αστραφτερά πράσινα. Είχε μουστάκια γάτας και μυτερά αυτιά. Ο κόμης ξέσπασε σε γέλια. «Το παρατραβήξατε.», είπε, «Δεν θα επιτρέψουμε στο κατώτερο είδος σας να μας μπλέξει στον ανούσιο πόλεμό σας. Μπορείτε να πεθάνετε εάν θέλετε μόνοι σας. Έτσι κάνουν τα κατώτερα πλάσματα, τρώγονται μεταξύ τους για κάτι που μπορούν να μοιραστούν.», συμπλήρωσε. Έπειτα με μία γρήγορη κίνηση του χεριού του έγδαρε με τα γαμψά νύχια του το πρόσωπο του κόμη. Έφυγε από την έπαυλη, η οποία άρχισε να τυλίγεται στις φλόγες πίσω του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου