Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

Ο Κομήτης

***Μία ιστορία μετά απ' αρκετό καιρό. Ελπίζω να την απολαύσετε!!!***


«Άλλο ένα!», είπε με βέβαιη σιγουριά ο Φλέτι. Όσοι βρίσκονταν πίσω του, δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν το γέλιο τους μπροστά στην ανοησία που έβλεπαν. Το να τραβάει κανείς φύλλο ενώ έχει δεκαέξι είναι κάτι λογικό, στο δεκαεννιά όμως;
«Χμ! Θέλεις να τα χάσεις όλα έτσι δεν είναι;», αποκρίθηκε ο Ζόσχα και άγγιξε την κορυφή της τράπουλας για να δώσει φύλλο.
«Στάσου!», φώναξε ο Φλέτι, «Ποντάρω ακόμα το ρολόι μου κι αυτό το χρυσό δαχτυλίδι.», πρόσθεσε κι έβγαλε το ρολόι και το δαχτυλίδι από το χέρι του και τ’ ακούμπησε μπροστά στη σωρό με τα χρυσά και τ’ ασημένια νομίσματα που ‘χε ποντάρει προηγουμένως.
Όλο το μπαρ γελούσε τώρα με τα καμώματά του. «Μα ποιος νομίζει ότι είναι;», «Καλά αυτός έχει μεθύσει για τα καλά!», «Ε χαζέ! Έλα κι από δω να μας χρυσώσεις, μην τα ξοδέψεις όλα εκεί!», φώναζαν αρκετοί θαμώνες απ’ όλο το μπαρ. Το βλέμμα του Φλέτι όμως ήταν απαθές. Τα μαύρα μάτια του κοιτούσαν σταθερά τα φύλλα που κρατούσε το αριστερό του χέρι.
«Δώσ’ το τώρα!», είπε αφότου έβρεξε τα χείλη του με λίγο ακόμα ουίσκι.
Ο Ζόσχα έσπρωξε το φύλλο προς το Φλέτι και περίμενε να τον ακούσει να κλαίει, καθώς θα τα έχανε όλα. Περίμενε ακόμα ν’ ακούσει πιο δυνατά από πριν γέλια απ’ τους θαμώνες κατά μήκος όλου του μπαρ.
Ο Φλέτι σήκωσε το φύλλο του και νεκρική σιωπή απλώθηκε στο χώρο.
«Εικοσιμία!», ανακοίνωσε πανηγυρικά καθώς ακούμπησε τα φύλλα του πάνω στην πράσινη τσόχα.
Το πρόσωπο του Ζόσχα κόκκινισε απ’ το θυμό που τον κυρίευσε. Τα δύο κλειστά του φύλλα έκαναν άθροισμα είκοσι και θεωρούσε εδώ και ώρα τον εαυτό του νικητή.
«Έκλεψες!», φώναξε δυνατά χτυπώντας το χέρι του πάνω στη τσόχα. «Αυτό είναι, έκλεψες, δεν εξηγείται αλλιώς, έκλεψες.», φώναζε υστερικά.
«Εάν δεν μπορείς να το αποδείξεις, τότε δεν έχει νόημα να σπαταλώ άλλο το χρόνο μου μαζί σου.», απάντησε ο Φλέτι κι άρχισε να μαζεύει τα νομίσματα που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι. «Και μου χρωστάς ακόμα αντάλλαγμα για το ρολόι και το δαχτυλίδι.», πρόσθεσε.
«Δεν θα πάρεις τίποτα κλέφτη!», φώναξε άλλη μια φορά ο Ζόσχα και όρμησε στο Φλέτι.
Πριν προλάβει όμως η γροθιά του να το χτυπήσει, μία φιγούρα ντυμένη στα μαύρα με καλυμμένη το πρόσωπό της με κουκούλα, του έπιασε το χέρι. «Παραδέξου ότι έχασες και πλήρωσε αυτά που πρέπει.», είπε.
«Δεν πρόκειται!», απάντησε ο Ζόσχα και προσπάθησε να χτυπήσει το μαυροντυμένο τύπο. Όμως ο κουκουλοφόρος ήταν αρκετά ευκίνητος. Πρόλαβε ν’ αποφύγει τη γροθιά του Ζόσχα κι έπειτα τον πέτυχε τρεις φορές με δύναμη στο πρόσωπο. Αν και τα χτυπήματά του δε φανήκαν τόσο δυνατά στους γύρω θαμώνες, που κοιτούσαν περιέργως σιωπηλοί όλη αυτή την ώρα, ο Ζόσχα σωριάστηκε στο πάτωμα και δίπλα του έπεσαν τρία από τα χρυσά του δόντια. Το μπαρ γέμισε πάλι με κραυγές και γέλια, ενώ πολλοί ζητωκραύγαζαν τόσο για τη νίκη του Φλέτι, όσο και για το μαυροντυμένο που έδειρε το Ζόσχα.
«Θεώρησέ τα αυτά ως το αντάλλαγμα του πονταρίσματος και πάμε.», αποκρίθηκε ο κουκουλοφόρος στο Φλέτι καθώς μάζεψε τα τρία χρυσά δόντια από το έδαφος και του τα προσέφερε.

«Ω, έλα τώρα Ράμπυ, έπρεπε να φύγουμε τόσο βιαστικά; Είχα αρχίσει να ζεσταίνομαι.», παραπονέθηκε ο Φλέτι μόλις βγήκαν έξω από την πόλη.
«Δεν ήρθαμε εδώ για να τζογάρεις. Ήρθαμε να συλλέξουμε πληροφορίες για τον κομήτη που σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός θαμώνα, πρέπει να βρίσκεται κάπου σε αυτήν εδώ την έρημο.», αποκρίθηκε ο Ράμπυ κι έβγαλε την κουκούλα, αποκαλύπτοντας τα πλούσια ασημένια μαλλιά του, τα μελί μάτια του κι ένα σημάδι από κόψιμο που ποτέ δεν αποκάλυψε στο Φλέτι πως το απέκτησε.
«Είσαι σοβαρός Ράμπυ; Η έρημος είναι τεράστια, που θα βρούμε μία πετρούλα από το διάστημα εδώ πέρα;», ρώτησε ο Ράμπυ εκφράζοντας τις αμφιβολίες του.
«Δεν πληρωνόμαστε για να ρωτάμε Φλέτι. Πληρωνόμαστε για να εκτελούμε! Τέρμα τα λόγια, ακολούθα το ρυθμό μου, αλλιώς θα μείνεις πίσω.», απάντησε ο Ράμπυ και χτύπησε ελαφρά τ’ άλογό του στο πλευρό για να επιταχύνει. Ο Φλέτι έκανε το ίδιο ακολουθώντας το Ράμπυ.

Ο Φλέτι κι ο Ράμπυ δεν ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι. Είχαν κάποιες ιδιαιτερότητες, οι οποίες τους προσέφεραν ξεχωριστές δυνάμεις. Ο Φλέτι μπορούσες να ξεφύγει από δύσκολες καταστάσεις χάρις την τύχη του. Όσο πιο δύσκολη η κατάσταση, τόσο πιο τυχερός στεκόταν. Ο Ράμπυ από την άλλη είχε τη δύναμη να επηρεάζει τα αντικείμενα που άγγιζε, με όποιο τρόπο έκρινε κατάλληλο. Η γνωριμία τους έγινε σ’ ένα καζίνο, ήταν η πρώτη φορά που ο Φλέτι δυσκολευόταν να κερδίσει. Ο Ράμπυ έλεγχε τα φύλλα, με αποτέλεσμα η τύχη του Φλέτι να μην είναι αρκετή για να κερδίσει. Παρ’ όλ’ αυτά δεν έχανε κι όλας. Το παιχνίδι τους κράτησε ως το πρωί, μέχρι που το καζίνο βαρέθηκε ν’ ακούει τις φωνές τους και τους πέταξε έξω.

Ταξίδεψαν τρεις μέρες, δίχως να βρουν κάτι. Το έδαφος γύρω ήταν ξερό και ο ήλιος έκαιγε καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας. Η τροφή και το νερό τους προερχόταν απ’ τους κάκτους που στέκονταν περίτρανα σε διάφορα σημεία, γεμίζοντας το αδειανό τοπίο.
«Για πολλοστή φορά θα στο πω Ράμπυ, δεν πρόκειται να τον βρούμε. Ας γυρίσουμε πίσω. Είναι μέρες που ψάχνουμε σε τούτη την αφόρητη ζέστη.», παραπονέθηκε ο Φλέτι.
«Σύντομα θα το βρούμε. Αισθάνομαι κάποια διαταραχή στη γύρω περιοχή. Επίσης, ο Κόσλα μας το πε καθαρά. Να μην επιστρέψουμε εάν δεν βρούμε τον κομήτη.», απάντησε ο Ράμπυ.
«Ήξερα ότι ήταν κακή ιδέα ν’ ανακατευτούμε μ’ αυτούς. Ράμπυ, δεν μου αρέσουν αυτοί οι τύποι και ότι κι αν θέλουν τον κομήτη, σίγουρα δεν θα είναι για καλό. Μπορούμε να σταματήσουμε να ψάχνουμε, να φύγουμε μακρυά από την πολιτεία και με όσα χρήματα μας έχουν απομείνει να κάνουμε μία νέα αρχή.», είπε ο Φλέτι.
«Όπου κι αν πάμε θα μας βρούνε. Ο Κόσλα ελέγχει σχεδόν τα πάντα. Και επιπλέον ξέρει ότι είμαστε εδώ και ότι κι ο κομήτης βρίσκεται εδώ.», αποκρίθηκε ο Ράμπυ.
«Τι θες να πεις μ’ αυτό;», ρώτησε ο Φλέτι.
«Θυμάσαι τον τύπο στο μπαρ; Αυτό που έπαιζες χαρτιά;»
«Τον χαμένο το Ζόσχα εννοείς; Χα, του έδειξες να καταλάβει.», είπε γελώντας ο Φλέτι. «Που κολλάει όμως αυτός;», ρώτησε στη συνέχεια ο Φλέτι.
«Ήταν ένας από τους άντρες του Κόσλα. Τον έβαλε να μας παρακολουθεί. Υπήρχαν άλλοι τέσσερις δικοί του στο μπαρ, οι οποίοι παρακολουθούσαν σιωπηλά τα όσα κάναμε.», εξήγησε ο Ράμπυ.
«Πφφφ, πως μπλέξαμε έτσι;», αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα ο Φλέτι.

Τις καυτές ώρες του μεσημεριού, τις πέρασαν στη σκιά ενός βράχου. Νωρίς το απόγευμα, πριν αρχίσει ο ήλιος να δύει, συνέχισαν την αναζήτησή τους. Ο Ράμπυ είχε ένα περίεργο συναίσθημα, το οποίο τον οδηγούσε προς μία συγκεκριμένη πορεία. Πράγματι, το συναίσθημα που είχε αποδείχθηκε καθοριστικό για την αναζήτησή τους.
Όταν ο ήλιος έπεσε, παρατήρησαν ένα πράσινο φως στον ορίζοντα. Ο Ράμπυ χτύπησε το άλογο του στα πλευρά κι εκείνο επιτάχυνε. Πίσω του ακολούθησε ο Φλέτι. Πλησίασαν αρκετά στο φως και σταμάτησαν μπροστά σ’ ένα μεγάλο κρατήρα.
«Ωωω! Αυτό κι αν είναι καταστροφή.», είπε ο Φλέτι και πλησίασε το χείλος του κρατήρα.
«Φλέτι, δες!», φώναξε ο Ράμπυ και με το δάχτυλό του σημάδεψε το κέντρο του κρατήρα, από το οποίο προερχόταν το πράσινο φως. «Πάμε!», είπε και κατέβηκε από το άλογό του, το οποίο πασσάλωσε, ώστε να μην μπορεί να φύγει μακρυά.
Ο Φλέτι έκανε το ίδιο και στη συνέχεια άρχισαν να κατεβαίνουν στο κρατήρα. Θα θεωρούνταν τυχεροί που είχαν προνοήσει να έχουν μαζί τους ένα μεγάλο σχοινί κι ένα γερό πάσαλο, όμως ο Φλέτι ήταν συνηθισμένος σε τέτοια φαινόμενα. Ο Ράμπυ το είχε συνηθίσει κι αυτός, οπότε συμπεριφέρθηκαν λογικά και χρησιμοποίησαν τα υπάρχοντά τους, προκειμένου να τους είναι εύκολο τόσο το κατέβασμα, όσο και το ανέβασμα.
Ο Ράμπυ πλησίασε πρώτος την πηγή της λάμψης και ο Φλέτι ακολουθούσε.
«Πρόσεχε! Μπορεί να είναι επικίνδυνο.», ψιθύρισε ο Φλέτι στο Ράμπυ.
«Είναι απλώς μία πέτρα.», απάντησε ο Ράμπυ.
«Ναι, μία εξωγήινη πέτρα. Μπορεί να μας ακούει αυτή τη στιγμή η ακόμα χειρότερα, να μας βλέπει που την πλησιάζουμε.», συνέχισε ο Φλέτι.
«Δεν έχεις ιδέα, για το πως λειτουργεί ο κόσμος. Έτσι δεν είναι Φλέτι;», είπε κοροϊδευτικά ο Ράμπυ.
Ο Φλέτι προσπέρασε τα λόγια του Ράμπυ, δίχως να απαντήσει. Είχαν πλέον φτάσει αρκετά κοντά στη πηγή του φωτός, ώστε να μπορούν να διακρίνουν την προέλευσή του.
«Ορίστε Φλέτι, είναι απλώς ένας κρύσταλλος στο κέντρο του κρατήρα. Εντυπωσιακό πραγματικά. Αν και το φανταζόμουν αλλιώς.», αποκρίθηκε ο Ράμπυ.
«Ας το πάρουμε κι ας φύγουμε από εδώ. Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό το μέρος Ράμπυ.», είπε ο Φλέτι κοιτάζοντας ανιχνευτικά το μέρος γύρω του. «Έχω την αίσθηση ότι κάτι μας βλέπει», πρόσθεσε στη συνέχεια.
Ο Ράμπυ το άγγιξε και προσπάθησε να το τραβήξει, όμως ο κρύσταλλος δεν υποχώρησε. Χρησιμοποίησε τη δύναμή του, ώστε να το ελέγξει, όμως ούτε πάλι έγινε κάτι.
«Είναι μάταιο, δεν υποχωρεί. Υπάρχει κάτι που κρατάει το έδαφος. Θα χρειαστούμε την αξίνα.», αποκρίθηκε ο Ράμπυ.
«Θα πάω να τη φέρω εγώ. Εσύ πρόσεχε εδώ κάτω Ράμπυ.», είπε ο Φλέτι, όμως καθώς έκανε να φύγει, το έδαφος άρχισε να σείεται. «Ράμπυ, τι συμβαίνει;», ρώτησε ο Φλέτι.
«Δεν ξέρω. Ο κρύσταλλος! Δες!», απάντησε φωνάζοντας ο Ράμπυ κι έδειξε τον κρύσταλλο που χώθηκε στο έδαφος.
Το έδαφος σειόταν όλο και πιο πολύ. Ο Φλέτι προσπάθησε να τρέξει ως το σχοινί, όμως έχασε την ισορροπία του κι έπεσε. Ο Ράμπυ κινήθηκε προς το μέρος του, όμως στα μισά της απόστασης σταμάτησε.
«Φλέτι, φύγε από εκεί!», φώναξε και ο Φλέτι ίσα που πρόλαβε να κυλιστεί λίγο δεξιά.
Στο σημείο που βρισκόταν πριν μία στιγμή ο Φλέτι, ξεπρόβαλε ένα γιγάντιο φίδι. Τα μάτια του ήταν ήταν σκοτεινά, πιο σκοτεινά από μία αφέγγαρη νύχτα, δίχως αστέρια να την στολίζουν. Το σώμα του ήταν λείο και πράσινο, πράσινο στο χρώμα του κρυστάλλου, που βρισκόταν φυτεμένος στο κεφάλι του, έτοιμος να καρφώσει οτιδήποτε βρισκόταν στο δρόμο του.
«Ράμπυ, σου είπα ότι μας ακούει και μας βλέπει. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να έρθουμε ως εδώ!», είπε φοβισμένα ο Φλέτι.
«Δεν είναι ώρα τώρα για τέτοια Φλέτι. Πρέπει να το πολεμήσουμε.», αποκρίθηκε ο Ραμπυ και πέταξε στην άκρη το μαύρο ένδυμα του.
Στο ζωνάρι του κρέμονταν δύο κοφτερές λεπίδες.
«Δεν περίμενα να τις χρησιμοποιήσω σε τούτο το ταξίδι, όμως ήρθε η ώρα για να τεμαχίσω τούτο δω το πλάσμα.», είπε στον εαυτό του, καθώς ανέσυρε τις λεπίδες και πήρε θέση μάχης.
Ο Φλέτι απομακρύνθηκε σιωπηλά από το εξωγήινο πλάσμα, όμως εκείνο αντιλήφθηκε τις δονήσεις και όρμησε προς το μέρος του. Η τύχη του όμως, γι’ άλλη μία φορά τον ελέησε. Λίγο πριν τον καρφώσει το πλάσμα με το λαμπερό κρυστάλλινο κέρατο, το έδαφος υποχώρησε κάτω απ’ τα πόδια του και ο Φλέτι έπεσε στο εσωτερικό μίας σπηλιάς.
«Πως έμπλεξα έτσι πάλι. Τουλάχιστον εδώ δεν κινδυνεύω να τρυπηθώ.», μουρμούρισε ο Φλέτι στον εαυτό του κι έπειτα άρχισε να περιπλανιέται στο εσωτερικό της σπηλιάς, προσπαθώντας να βρει τρόπο να βγει από εκεί μέσα. Προχώρησε σε μερικούς διαδρόμους και πρόσεξε πως υπήρχαν κρύσταλλοι σαν και του κέρατος του πλάσματος, σ’ αρκετά σημεία, το φως των οποίων έσπαζε το σκοτάδι της σπηλιάς.
Ο Ράμπυ χόρευε με το πλάσμα στο ρυθμό των δύο λεπίδων που έσφιγγε γερά στις παλάμες των χεριών του. Το κρύσταλλο ήταν γερό και δεν έσπαγε, το ίδιο γερές ωστόσο, απεδείχθησαν και οι λεπίδες, οι οποίες παρά τις ορμητικές συγκρούσεις με το κέρατο του πλάσματος, δε λύγισαν.
«Δε θα σ’ αφήσω να νικήσεις. Θα γίνεις το γεύμα των λεπίδων.», φώναξε ο Ράμπυ στο πλάσμα και έτρεξε προς το μέρος του. Το πλάσμα σύρθηκε και αυτό προς το μέρος του Ράμπυ, έτοιμο να τον καρφώσει, όμως ο Ράμπυ ήταν γρήγορος. Λίγο πριν τη σύγκρουση έκανε ένα άλμα και χρησιμοποίησε το κέρατο σαν πάτημα για ένα δεύτερο άλμα, τ’ οποίο τον ανέβασε πάνω στο πλάσμα.
Κάρφωσε τη μία λεπίδα του βαθιά στη λεία σάρκα του πλάσματος. Το μαύρο αίμα που πετάχτηκε απ’ τη στιγμή της εισχώρησης της λεπίδας, έλουσε το Ράμπυ.
«Μαύρο αίμα χα! Σαν και τη μοίρα που σε περιμένει.», είπε γελώντας.
Το πλάσμα άρχισε τώρα να κινείται μανιακά στον αέρα και να χτυπά με δύναμη στο έδαφος, προκειμένου ν’ απομακρύνει το Ράμπυ από πάνω του. Ο Ράμπυ τότε το κάρφωσε και με τη δεύτερη λεπίδα που είχε και τις χρησιμοποίησε για στήριγμα.

Ο Φλέτι εισχώρησε βαθύτερα στο εσωτερικό της σπηλιάς. Στο χέρι του κρατούσε ένα κρύσταλλο που μάζεψε από το έδαφος, ώστε να του φωτίζει το δρόμο του. «Αν ποτέ βγω από από εδώ πέρα, υπόσχομαι να πάω να γίνω αγρότης και να καλλιεργώ φακές στο εξοχικό σπίτι του πατέρα μου, πάνω στα βουνά, μακρυά απ’ τον πολιτισμό. Ω τύχη! Μόνο βοήθα με.», μουρμούριζε στον εαυτό του συνεχώς.
Η τύχη όμως τον οδήγησε σε πιο σκοτεινά μονοπάτια και βρισκόμενος στη μέση ενός ανοιχτού χώρου, άρχισε να αισθάνεται πας κάτι τον παρακολουθεί. Κοίταξε γύρω του και το μάτι του εντόπισε κινήσεις. «Τι άλλο θα συμβεί. Τι είναι εκεί;», φώναξε και ένα σμήνος από αράχνες με μάτια λαμπερά στο χρώμα του κρυστάλλου και ύψος που έφτανε ως τα γόνατά του άρχισαν να κατακλύζουν το χώρο.
«Ήρθε το τέλος!», φώναξε, «Δεν υπάρχει ελπίδα να βγω ζωντανός από εδώ πέρα.», σιγομουρμούρισε και τότε το θαύμα έγινε. Μία σεισμική δόνηση, ταρακούνησε το μέρος κι ένα κομμάτι της οροφή κατέρρευσε πάνω στις αράχνες. Μαζί με την οροφή, έπεσαν και το φιδίσιο πλάσμα με το Ράμπυ να κρατιέται καλά απ’ τις λεπίδες που είχε μπήξει προηγουμένως.
«Χα! Χόρευε πλασματάκι. Δείξε σε όλους ποιος είναι το αφεντικό εδώ μέσα. Χαχαχαχα!», φώναζε και γελούσε υστερικά ο Ράμπυ, ενώ το πλάσμα κινιόταν μανιακά και χτυπούσε μία στο έδαφος, μία στα τοιχώματα τις σπηλιάς και κάποιες φορές στην οροφή, παρασέρνοντας στο διάβα του, αράχνες, πέτρες κι ότι άλλο έμπαινε στο δρόμο του.
Ο Φλέτι άρχισε να τρέχει μακρυά από εκείνο το μέρος, προσπαθώντας να βρει κάποια γωνία, στην οποία θα ήταν ασφαλής. Όμως όπου κι αν κατευθυνόταν, κάτι θα τον κυνηγούσε, αναγκάζοντάς τον ν’ αλλάξει τοποθεσία. Ο Ράμπυ συνέχιζε να γελάει υστερικά, ενώ το πλάσμα είχε αρχίσει να φτάνει τα όριά του. Σε μία τελευταία προσπάθεια να απομακρύνει το Ράμπυ από πάνω του, χτύπησε με το κρυστάλλινο κέρατό του το έδαφος, στο οποίο δημιουργήθηκε ένα ρήγμα κι έπειτα άρχισε να εισχωρεί σ’ αυτό.
Ο Ράμπυ όμως κατάλαβε, τι σχεδίαζε το πλάσμα. Άφησε τη μία από τις δύο λεπίδες κι ακούμπησε με την παλάμη του τη λεία σάρκα του πλάσματος. Έπειτα έκλεισε τα μάτια του και το αισθάνθηκε. Αισθάνθηκε τα αδύναμα σημεία του και την καρδιά που του δίνει ζωή.
«Η βόλτα μας τελειώνει εδώ!», ανακοίνωσε στο πλάσμα και χρησιμοποίησε τη μία λεπίδα για να δημιουργήσει ένα μεγάλο κόψιμο στο πλάσμα. Το μαύρο αίμα του πλάσματος, άρχισε να ρέει και να απλώνεται στο δωμάτιο. Ο Ράμπυ όμως ήξερε πλέον τι είναι αυτό το μαύρο υγρό κι έτσι μόλις βρήκε την κατάλληλη στιγμή άφησε τη λεπίδα, πήδηξε από το πλάσμα κι έριξε ένα σπίρτο, αφότου τ’ άναψε στο εσωτερικό του πλάσματος.
Το πλάσμα τυλίχθηκε στις φλόγες κι η μυρωδιά καμμένης σάρκας κυριάρχησε στο χώρο.
«Φλέτι πάμε, σύντομα όλος ο χώρος θα τυλιχθεί στις φλόγες», φώναξε ο Ράμπυ.
Ο Φλέτι κούνησε το κεφάλι του καταφατικά κι οι δυο τους έτρεξαν σ’ ένα μικρό διάδρομο που έδειχνε ν’ απομακρύνεται απ’ τ’ άνοιγμα που βρίσκονταν προηγουμένως. Σύντομα τ’ άνοιγμα τυλίχθηκε στις φλόγες και το πλάσμα πλάσμα έγινε στάχτη. Στάχτη γινήκαν κι όσες αράχνες δεν είχαν διαλυθεί προηγουμένως και το μόνο που έμεινε στ’ άνοιγμα ήταν τα κρύσταλλα.
«Τι είν’ αυτό το μέρος Ράμπυ; Δε μ’ αρέσει καθόλου να είμαστε εδώ.», έσπασε τι σιωπή έπειτα από ώρα ο Φλέτι.
«Κρίνοντας απ’ την εμφάνιση του και τα πλάσματα που συναντήσαμε εδώ, βρισκόμαστε στο εσωτερικό του κομήτη.», απάντησε ο Ράμπυ.
«Και τι ακριβώς πρέπει να βρούμε εδώ πέρα;», ρώτησε ο Φλέτι.
«Επιτρέψτε μου, αυτό να σας τ’ απαντήσω εγώ κύριοι!», ακούστηκε μια φωνή λεπτή με ιδιάζουσα προφορά.
«Κόσλα!», είπαν και οι δύο με μια φωνή.
«Ο ίδιος! Και τώρα αν δεν σας πειράζει, θα ήθελα να βγείτε από τη μέση ήρεμα. Η ύπαρξή σας είναι απειλή για τα σχέδια μου.», είπε με κακία ο Κόσλα.
«Και πως σκοπεύεις να μας βγάλεις απ’ τη μέση; Μόνος σου δεν έχεις καμία ελπίδα.», βιάστηκε να πει ο Φλέτι.
«Αυτό θα το δούμε.», αποκρίθηκε ο Κόσλα. Στα χέρια του κράτησε το κρύσταλλο του πλάσματος και στη συνέχεια τον κάρφωσε στο στήθος του. Ο Κρύσταλλος εισχώρησε μέσα του και η μορφή του άρχισε να αλλάζει. Όσο ο κρύσταλλος διείσδυε πιο βαθιά μέσα του, το δέρμα του σκλήρυνε κι έβγαλε λέπια, τα μάτια του απέκτησαν την πράσινη λάμψη του κρυστάλλου, ενώ τα νέα νύχια του σχηματίστηκαν απ’ αυτόν. Τέλος στο κεφάλι του ξεπρόβαλαν δυο κέρατα, φτιαγμένα από το κρύσταλλο.
«Δε μου αρέσει αυτό Ράμπυ. Νομίζω πως πρέπει να φύγουμε από εδώ.», αποκρίθηκε ο Φλέτι.
«Δε θα πάμε πουθενά. Θα πολεμήσω το τέρας με το ίδιο του το όπλο.», απάντησε ο Ράμπυ.
«Τι θες να πεις μ’ αυτό;», απάντησε ο Φλέτι.
Ο Ράμπυ όμως δεν απάντησε. Έβγαλε κι εκείνος με τη σειρά του ένα κρύσταλλο που είχε πάρει προτού φύγουν από το άνοιγμα και τον κάρφωσε στο μάτι του. Ο κρύσταλλος διείσδυσε στο σώμα του και το δέρμα του έγινε λείο κι εύκολα παραμορφώσιμο. Τα μάτια του αντικαταστάθηκαν από κρύσταλλο και στα χέρια του ξεπρόβαλαν δύο κρυστάλλινες λεπίδες.
Το πρόσωπο του Φλέτι χλόμιασε. Κινήθηκε όσο πιο ήσυχα μπορούσε και προχώρησε βαθύτερα στο πέρασμα. Πίσω του η μάχη είχε ήδη ξεκινήσει. Το έδαφος σειόταν δυνατότερα από πριν και τμήματα της οροφής έσπαζαν κι έπεφταν στο έδαφος. Η τύχη του όμως, βρισκόταν ακόμα εκεί κι έτσι κανένα από αυτά δεν έπεσε πάνω του.
Στο τέλος του διαδρόμου τον περίμενε μία έκπληξη. Βρέθηκε στο κέντρο του μετεωρίτη, έν’ άνοιγμα γεμάτο με πράσινους κρυστάλλους. Περπάτησε ως το κέντρο του ανοίγματος και τότε το είδε. Είδε την καρδιά του μετεωρίτη. Ένας κρύσταλλος τόσο φωτεινός και διαφορετικός απ’ τους υπόλοιπους. Το χρώμα του ήταν μπλε. Το σχήμα του μια τέλεια σφαίρα. Βρισκόταν τοποθετημένος σε μία βάση στο κέντρο του ανοίγματος σαν να περίμενε κάποιον να τον αδράξει.
Δεν πρόλαβε να πλησιάσει παραπάνω όμως. Ένα σμήνος απ’ αράχνες άρχισε να γεμίζει το δωμάτιο. Οι αράχνες σχημάτισαν ένα τοίχος μπροστά απ’ τον κρύσταλλο.
«Τώρα καταλαβαίνω!», μουρμούρισε ο Φλέτι, «Ο κρύσταλλος αυτός τροφοδοτεί με ζωή τα μεταλλαγμένα. Άμα τον πάρω από εκεί, τότε κερδίζω. Εμπρός λοιπόν, για να σας δω να τα βάζετε με τη τύχη μου.», πρόσθεσε στη συνέχεια.

Ο Ράμπυ και ο Κόσλα μάχονταν πρόσωπο με πρόσωπο. Ο Κόσλα άρπαξε το Ράμπυ απ’ τη λεπίδα του και τον πέταξε στην οροφή, η οποία έσπασε απ’ το ορμητικό χτύπημα και βγήκαν στην επιφάνεια ενός κρατήρα. Ο Κόσλα με τη σειρά του ανέβηκε κι αυτός στην επιφάνεια και η μάχη τους μεταφέρθηκε κάτω απ’ το φως του ασημένιου φεγγαριού. Το ένα χτύπημα διαδεχόταν τ’ άλλο. Ωστόσο τα πλάσματα είχαν ίδια δύναμη, ίδια ταχύτητα, ίδια ένστικτα. Οι συγκρούσεις ήταν βίαιες και εάν ήταν ακόμα άνθρωποι, κάποιος απ’ τους δύο θα είχε υποχωρήσει ώρα πριν.
Η μάχη τους όμως δεν έμεινε ανενόχλητη. Οι στρατιώτες του Κόσλα, άκουσαν το θόρυβο και έτρεξαν να δούνε τι συμβαίνει.
«Τι είν’ αυτά τα τέρατα;», ρώτησε ο Ζόσχα.
«Το ένα από τα δύο πρέπει να είναι το αφεντικό, το άλλο δεν ξέρω.», απήντησε ο Σκιούι.
«Τι θα κάνουμε;», ρώτησε ξανά ο Ζόσχα.
«Προτείνω να τους παρακολουθήσουμε ήρεμα. Εάν ανακατευτούμε δεν έχουμε καμία ελπίδα απέναντι τους. Εξάλλου ποτέ δε συμπάθησα τον Κόσλα. Είναι ένας φαντασμένος, θα είναι καλύτερο για όλους μας εάν πεθάνει απόψε.», απήντησε ο Σκιούι.

Κι ενώ ο Ράμπυ και ο Κόσλα πολεμούσαν ο ένας τον άλλο, ο Φλέτι κρατούσε στα χέρια του ένα κρύσταλλο και μαχόταν τις αράχνες. Έτρεξε προς το μπλε κρύσταλλο και κάρφωσε όποια αράχνη βρέθηκε στο δρόμο του. Ήταν η πρώτη φορά της ζωής του που φέρθηκε τόσο γενναία. Όμως ήταν και η πρώτη φορά της ζωής του που η τύχη του, έπαψε να του χαμογελάει. Μία από τις αράχνες τον χτύπησε πριν προλάβει ν’ αρπάξει τον κρύσταλλο και τον έστειλε με δύναμη σ’ ένα κρύσταλλο. Έπειτα, το υπόλοιπο σμήνος όρμησε κατά πάνω του.
«Δε θα πέσω τόσο εύκολα.», φώναξε στις αράχνες, «Μία μόνη βολή κι ας είναι τυχερή.», πρόσθεσε και πέταξε το κομμάτι κρύσταλλο που κρατούσε με όλη του τη δύναμη.
Το κρύσταλλο έδειχνε να μη κατευθύνεται στο στόχο, όμως τα πράγματα κύλησαν περίεργα. Μία από τις αράχνες μπήκε μπροστά από το κρύσταλλο και καρφώθηκε απ’ αυτό. Εν συνεχεία πάνω στην επιθανάτια μανία της, χτύπησε το μπλε κρύσταλλο και τον έριξε στο έδαφος. Ο σφαιρικός μπλε κρύσταλλος θρυμματίστηκε και το σκοτάδι απλώθηκε στο άνοιγμα. Η ενέργεια των κρυστάλλων χάθηκε και τα πλάσματα γινήκαν άμμος η οποία διαλύθηκε και σκορπίστηκε στο χώρο.

«Σκιούι, δες!», είπε ο Ζόσχα δείχνοντας τον Κόσλα και το Ράμπυ τη στιγμή που θρυμματίζονταν.
Ο Σκιούι δεν απάντησε και ο Ζόσχα τον κοίταξε με περιέργεια.
«Και τώρα τι κάνουμε;», ρώτησε.
«Φεύγουμε ηλίθιε. Το αφεντικό μας σκοτώθηκε από τους Φλέτι και Ράμπυ κι εγώ παίρνω τη θέση του ως αρχηγός μας.», απήντησε ο Σκιούι.
«Μα ο Ράμπυ σκοτώθηκε κι αυτός κι ο Φλέτι αγνοείται.», είπε ο Ζόσχα.
«Εάν συνεχίσεις έτσι θ’ αρχίσεις ν’ αγνοείσαι κι εσύ. Δε μ’ ενδιαφέρει που είναι ο Φλέτι. Από εδώ και πέρα εμένα θ’ ακούτε. Φεύγουμε!», είπε κοφτά ο Σκιούι και άρχισε ν’ απομακρύνεται απ’ τον κρατήρα. Πίσω του ακολούθησε ο Ζόσχα.

Όταν ο Φλέτι βγήκε απ’ τον κρατήρα είχε αρχίσει να ξημερώνει. Τ’ άλογα με τα όποια είχαν έρθει εκεί έλειπαν. Το μόνο που είχε απομείνει ήταν το σακούλι με τα χρυσά νομίσματα και τα χρυσά δόντια του Ζόσχα, που έκρυψε στη σχισμή ενός βράχου, πριν κατέβει στο κρατήρα.

 «Η επιστροφή θα είναι μία σκέτη κόλαση, όμως τέρμα οι περιπέτειες από εδώ και πέρα. Φακές σας έρχομαι!», είπε και βάδισε προς την ανατολή του ηλίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου