Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Το Ταξίδι των Χαμένων Ονείρων (Μέρος 1)

Πρόλογος
Κάθε ταξίδι συνοδεύεται απ’ το δικό του προορισμό. Όμως κάποια ταξίδια συνεχίζονται ακόμα και μετά την προσέλευση στον προορισμό τους. Άλλα ταξίδια πάλι έχουν αρχή και όχι τέλος. Τέλος κάποια ταξίδια μένουν για πάντα χαραγμένα στις καρδιές των ταξιδιάρικων ψυχών.

1. Χαράζοντας τη Θάλασσα
Το δροσερό αεράκι στο λιμάνι του Ντέιμπορ έπνεε ένα κύμα ανακούφισης. Το «Γρήγορο Κριάρι» ήταν έτοιμο γι’ αναχώρηση πριν από μισή ώρα. Ωστόσο ο διδάσκαλος Άρο-γουέιν δεν είχε εμφανιστεί ακόμα. Πιθανότατα το προηγούμενο βράδυ να ξενύχτησε σε κάποιο μπαράκι πίνοντας βερμένικο ρούμι και απολαμβάνοντας τη συντροφιά ωραίων κοριτσιών.
Η καμπάνα χτύπησε τρεις φορές όταν έκανε την εμφάνιση του στο λιμάνι. Τα ρούχα του ήταν τσαλακωμένα και η αναπνοή του μύριζε έντονα αλκοόλ. Τα καστανά μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και τα γκρίζα μάτια του έβλεπαν στο άπειρο. Τα πράγματα του είχαν μεταφερθεί μαζί με των υπόλοιπων δασκάλων στο πλοίο απ’ το χάραμα. Μόλις επιβιβάστηκε στο πλοίο, ο επικεφαλής των διδασκάλων ονόματι Γκάρμπ τον αγριοκοίταξε και με αυστηρό ύφος του υπενθύμισε τις υποχρεώσεις του σαν μέλος των διδασκόντων.

ε αυτό το σημείο θαρρώ σκόπιμο να συστηθώ. Το όνομά μου είναι Σέλκ κι εκείνη την περίοδο ήμουν ένας από τους μαθητές του Άγνωστου. Έτσι ονόμασαν οι διδάσκαλοι εκείνο το ταξίδι, τ’ οποίο ξεκίνησε έτσι απρόσμενα έχοντας σαν στόχο την ανακάλυψη των κρυμμένων μυστικών του νησιού Γκάομπ-λαο. Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα με τη σειρά, συνεχίζοντας απ’ το σημείο που μείναμε.-

Ο Άρο-γουέιν μουρμούρισε κάτι ντροπιασμένος όταν ο Γκάρμπ τελείωσε το λόγο του κι έπειτα αποσύρθηκε στη καμπίνα του. Εγώ μαζί με τον Κτέμπ και το Γκέρ κατευθυνθήκαμε στο μικρό μπαρ του πλοίου όπου κι απολαύσαμε από μία γερή κούπα κόκκινη μπίρα.
«Επιτέλους το ταξίδι που περιμέναμε έναν ολόκληρο χρόνο!», έκανε ενθουσιασμένος ο Κτέμπ κατεβάζοντας μία γερή γουλιά δροσίζοντας το λαιμό του.
«Εγώ πάλι δεν είμαι τόσο ενθουσιασμένος. Οι διδάσκαλοι φαίνεται πως το έχουν πάρει πολύ σοβαρά. Ένα λάθος να κάνουμε και οι συνέπειες θα είναι οδυνηρές.», είπε ο Γκέρ σκεπτικός κοιτάζοντας το άπειρο.
«Δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείτε για τίποτα. Όλα καλά θα πάνε. Προετοιμαζόμαστε ένα χρόνο γι’ αυτή την εκπαιδευτική αναζήτηση.», απάντησα εγώ κι αφότου ήπια λίγο από τη μπύρα μου, προσέθεσα, «Εξάλλου είναι κι ευκαιρία για να γίνει και παιχνίδι.».
«Εάν σκέφτεσαι πάλι τη Σίλθια, τότε σου προτείνω να το ξεχάσεις. Σ’ έχει ήδη απορρίψει δύο φορές. Ακόμα προσπαθώ να καταλάβω γιατί συνεχίζεις να το παλεύεις.», αποκρίθηκε ο Κτέμπ.
«Οι προηγούμενες δε μετράνε. Σε τούτη την αποστολή θα περάσουμε σχεδόν έναν ολόκληρο μήνα μαζί, σ’ ένα ακατοίκητο ξερονήσι. Είναι η ευκαιρία μου να τη ψήσω.», είπα με ενθουσιασμό.
«Πρόσεχε από το πολύ το ψήσιμο, μη σου αρπάξει και μετά δε τρώγεται.», είπε ειρωνικά ο Κτέμπ, «Και για να μη μείνω με την απορία, τι σκοπεύεις να κάνεις; Να της πιάνεις το χέρι στις νύχτες τις αφέγγαρες, που θα κρυώνει, φοβάται και θα αισθάνεται μόνη; Εάν αυτό είναι το σχέδιο σου, να το ξέρεις από τώρα, έχεις αποτύχει.», συμπλήρωσε εν συνεχεία.
«Κρυάδες! Θα σου αποδείξω πως έχω ελπίδες. Μέχρι τότε όμως, ας απολαύσουμε τη μπύρα μας.», κομπορρημονεύτηκα κι έπειτα ήπια μονορούφι την υπόλοιπη μπύρα μου και χτύπησα με δύναμη το άδειο ποτήρι στο ξύλινο τραπέζι.
Ο Γκέρ που τόση ώρα καθόταν κι έπινε τη μπύρα του σιωπηλός, απεφάσισε να σπάσει τη σιωπή του.
«Πως φαντάζεστε το νησί που πάμε;», ρώτησε.
Εγώ και ο Κτέμπ κοιταχτήκαμε στα μάτια αμήχανοι, από την απότομη αλλαγή του θέματος.
«Πιστεύω πως θα είναι κάτι όμορφο και μυστήριο. Απ’ τη στιγμή που πάμε ν’ ανακαλύψουμε τα μυστικά του, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει πλούσια και σπάνια βλάστηση εκεί.», απήντησα εγώ.
«Ενδιαφέρουσα άποψη, όμως πολύ απλή. Εγώ το φαντάζομαι σκοτεινό. Ο ουρανός εκεί είναι κόκκινος κι έντονα φαινόμενα συμβαίνουν. Αστραπές χτυπούν στο έδαφος και μυστήρια πλάσματα παραμονεύουν να σε βρούνε μονάχο στο σκοτάδι για να σε αρπάξουν και να σε πάνε στις φωλιές τους. Ίσως τελικά και να έχεις κάποια ελπίδα Σέλκ, που ξέρεις μπορεί να αρπάξει τίποτα τη Σίλθια κι εσύ να τρέξεις να τη σώσεις.», αποκρίθηκε ο Κτέμπ.
«Δε βαρεθήκατε να συζητάτε για τη Σίλθια; Πολύ αξία της δίνετε.», παραπονέθηκε ο Γκέρ κι έπειτα συνέχισε, «Εγώ θέλω να πιστεύω πως θα έχει παραλίες αμμουδερές, ένα μεγάλο δάσος και μέρη παράξενα να εξερευνήσουμε. Κτέμπ, πολύ Λολθροφάη διαβάζεις.».

αι νομίζω ότι εδώ πρέπει να κάνουμε άλλη μία παύση, ώστε να δοθούν μερικές ακόμα εξηγήσεις. Αρχικά η Σίλθια, που τόσο πολύ συζητιόταν εκείνη την περίοδο, ήταν η πιο εντυπωσιακή κοπέλα του έτους. Καταγόταν από το νότο κι έτσι τα χαρακτηριστικά της διέφεραν από τα συνηθισμένα. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν τη νύχτα και τα μάτια της γκρίζα γυαλιστερά και θύμισαν ασήμι. Τα χείλη της ήταν πάντα κόκκινα και σαρκώδη, ενώ το δέρμα της ήταν σκουρόχρωμο. Η φωνή της γλυκιά, μαγευτική, είχε τη δύναμη να κατευνάσει ακόμα και το πιο άγριο θεριό. Έτσι λίγο πολύ, έπεσα θύμα της γοητείας της.
Ως προς το Λολθροφάη τώρα, αυτός ήταν ο πιο γνωστός λογοτέχνης της εποχής. Στα κείμενά του περιγράφονται κόσμοι μαγικοί και πλάσματα που κατέχουν κάποια μυστική γνώση που τα κάνει να δαμάζουν κάτι από τον κόσμο γύρω τους. Προφανώς και ο Κτέμπ επηρεασμένος απ’ αυτές τις ιστορίες, φανταζόταν το νησί μαγεμένο κατοικημένο από πλάσματα σκοτεινά και αφιλόξενα.-

Η συζήτηση για το πως φαντάζεται ο καθένας μας το νησί, διήρκησε κοντά στη μία ώρα. Όλη αυτή την ώρα απολαύσαμε άλλη μία μπίρα, καθώς και το φαγητό του καραβιού, που είχε ασυνήθιστα ωραία γεύση. Έπειτα αποσυρθήκαμε στις καμπίνες μας ο κάθε ένας για ν’ αποκοιμηθούμε. Το καράβι ήταν μεγάλο κι έτσι ο καθένας είχε τη δική του καμπίνα. Κι έπειτα στο καράβι δεν υπήρχαν άλλοι εκτός από το πλήρωμα, τη μαθητική ομάδα, που αποτελούνταν από δεκαπέντε άτομα και τους πέντε διδασκάλους.
Οι νύχτες στη θάλασσα χαρακτηρίζονται από μία ξεχωριστή μαγεία. Συντροφιά του καραβιού μέσα στ απέραντο πέλαγος που διασχίζει αποτελεί το φως της μεγαλειώδους και χρυσοστολισμένης πανσελήνου που ανακλά στ’ αλμυρό νερό. Το κύμα που σκάει στα πλαϊνά του πλοίου δίνει φωνή στο πλοίο. Φωνή που διαλύει τη σιωπή της νυκτός, χαρίζοντας ένα μοναδικό ρυθμό.
Παρ’ όλ’ αυτά τόσο η νύχτα, όσο και η θάλασσα κρύβουν τους δικούς τους κινδύνους. Ένα πλεούμενο μοναχικό καράβι στ’ ανοιχτά αποτελεί στόχο λεηλασίας για τους πειρατές. Δεν ήταν παρά μόνο λίγα λεπτά πριν το ρολόι χτυπήσει τρεις. Το καμπανάκι κινδύνου χτυπούσε δυνατά, ενώ ο ανιχνευτής του πληρώματος φώναζε «ΠΕΙΡΑΤΕΣ! ΜΑΣ ΠΛΗΣΙΑΖΟΥΝ ΠΕΙΡΑΤΕΣ!». Οι άντρες του πληρώματος, χρόνια ναύτες ταξιδιώτες, πήραν τα όπλα τους και ανεβήκαν στο κατάστρωμα. Άλλοι πήραν τις θέσεις τους και γέμισαν τα πλαϊνά κανόνια.
Ο διδάσκαλος Άρο-γουέιν μ’ ένα μπουκάλι γεμάτο ρούμι, έτρεχε προσπαθώντας να βρει κρυψώνα. Ο διδάσκαλος Γκάρμπ μαζί με τη διδάσκαλο Βαλέρια μας μάζεψαν στο αμπάρι κι έπειτα ετοιμάστηκαν για μάχη. Σύντομα η μυρωδιά από μπαρούτι απλώθηκε σ’ όλο το πλοίο, ενώ ο ήχος από τα κανόνια κυριαρχούσε στη προηγούμενη σιωπή. Στο κατάστρωμα οι ναύτες έδιναν μάχη να κρατήσουν τους πειρατές μακρυά.
Στο κατάστρωμα μαζί με τους ναύτες, βοηθούσαν και ο διδάσκαλος Μπαρεντάι με τη διδάσκαλο Μίρνα στο πλευρό του. Όσο κι αν προσπάθησαν όμως να τους κρατήσουν μακρυά, σύντομα η κατάσταση δυσκόλεψε. Ένα δεύτερο πειρατικό πλοίο πλεύρισε το δικό μας και άρχισε να ρίχνει με τα κανόνια του. Μερικές από τις οβίδες χτύπησαν το αμπάρι, όμως για καλή μας τύχη κανένας δε τραυματίστηκε.
«Ήρθε η ώρα σου να λάμψεις. Πάρε όπλο και όρμα πάνω τους. Κάνε τους κομματάκια!», ψιθύρισε στο αυτί μου ο Κτέμπ.
«Τι θες να κάνω, να πάρω σπαθί και να τα βάλω με αυτά τα τέρατα;», ρώτησα ενοχλημένα.
«Άνθρωποι είναι. Τα τέρατα μας περιμένουν στο νησί.», αποκρίθηκε ο Κτέμπ.
«Εγώ πάντως συμφωνώ με τον Κτέμπ.», είπε ο Γκέρ, «Μπορεί το σπαθί να μην είναι καλή ιδέα, όμως δείτε εκεί.», συμπλήρωσε στο λόγο του και με το χέρι του έδειξε μερικές πέτρες που είχαν ξεχυθεί από ένα σακούλι που χτύπησε μία οβίδα πιο πριν.
«Πέτρες; Προτείνεις να ανεβούμε πάνω και να τους πετάξουμε πέτρες;», ρώτησε ο Κτέμπ κοιτώντας τον περίεργα.
«Κάτι καλύτερο. Το μόνο δύσκολο θα είναι να βγούμε από εδώ μέσα. Τα άλλα αφήστε τα πάνω μου, είπε ο Γκέρ και πήρε έξι πέτρες και τις έβαλε στη τσέπη του. Ακόμα γέμισε κι ένα μεταλλικό μπουκάλι που είχε στη τσέπη του με λάδι.
«Τι σκοπεύεις να κάνεις με αυτά;», ρώτησε ξανά ο Κτέμπ.
«Θα σου εξηγήσω στο δρόμο. Τώρα πρέπει να βρούμε τρόπο να ξεγλιστρήσουμε από εδώ μέσα.», απάντησε ο Γκέρ.
«Άστο επάνω μου αυτό.», είπα και πλησίασα τους διδάσκαλους.
«Διδάσκαλε Γκάρμπ νομίζω πως είδα κάποιον να μπαίνει στο αμπάρι.», του είπα.
«Από που τον είδες να μπαίνει, η πόρτα δεν άνοιξε καθόλου.», απάντησε εκείνος.
«Μία από τις οβίδες δημιούργησε μάλλον κάποιο άνοιγμα και πρέπει να μπήκε από εκεί.», συνέχισα.
«Βαλέρια τι λες;», ρώτησε ο Γκάρμπ και της χαμογέλασε.
«Εάν είναι να καθησυχάσουμε τους μαθητές μας, τότε μπορούμε να ρίξουμε μία ματιά.», απάντησε εκείνοι και κατευθύνθηκαν προς τα βαρέλια που τους υπέδειξα.
«Να η ευκαιρία μας.», είπα στο Γκέρ και τον Κτέμπ και αμέσως τρέξαμε στην είσοδο.
Ο Γκάρμπ μας είδε και μας φώναξε, όμως προτού προλάβει να πλησιάσει στην πόρτα, την κλείσαμε και βάλαμε το σανίδι που τη σφραγίζει από την έξω μεριά.
«Δε νομίζω ότι θα τη βγάλουμε καθαροί μετά από αυτό.», είπε ο Κτέμπ.
«Εάν όλα πάνε όπως τα έχω σκεφτεί, τίποτα δε θα μπορέσουν να μας κάνουν. Τρέχουμε τώρα.», απάντησε ο Γκέρ και άρχισε να τρέχει προς τη μεριά που ηχούσαν τα κανόνια.
Στο τέλος του διαδρόμου επικρατούσε το απόλυτο χάος. Αρκετές οβίδες από το πειρατικό πλοίο είχαν χτυπήσει το πλοίο και αρκετοί από τους ναύτες που βρίσκονταν στα κανόνια τώρα κείτονταν νεκροί. Όμως όσο αποθαρρυντικό κι αν ήταν το θέαμα, ο Γκέρ δεν έκανε πίσω. Έδεσε ένα πανί στο μπροστινό μέρος του κανονιού και το έβρεξε με λάδι. Έπειτα μας έδωσε το μπουκάλι και μας είπε να βρέξουμε μερικές οβίδες και να τους τις πάμε.
Ακολουθήσαμε τις οδηγίες του και γεμίσαμε ετοιμάσαμε το κανόνι.
«Θυμηθείτε, δεν έχουμε πολλές ευκαιρίες. Το λάδι δε φτάνει παρά μόνο για λίγες μόνο οβίδες. Άρα πρέπει να είμαστε ακριβείς.», είπε ο Γκέρ και χτύπησε τις πέτρες μεταξύ του. Εκείνες σπινθήρισαν και τύλιξαν το πανί στις φλόγες. Στη συνέχεια τοποθέτησε το κανόνι σε σημείο που να σημαδεύει το πειρατικό πλοίο και άναψε το φιτίλι.
ΜΠΟΥΜ! Ακούστηκε ο δυνατός ήχος του και μία φλεγόμενη οβίδα χτύπησε το πειρατικό πλοίο.
«Γρήγορα πρέπει να ξαναγεμίσουμε, σύντομα θα στρέψουν την προσοχή τους σε εμάς.», προειδοποίησε ο Γκέρ.
Το δεύτερο χτύπημα πραγματοποιήθηκε σε μεγάλη απόσταση από το πρώτο.
«Και πάλι τίποτα.», μουρμούρισε στον εαυτό του ο Γκέρ.
«Τι θέλει να κάνει;», ρώτησε ο Κτέμπ άλλη μία φορά.
«Νομίζω είναι προφανές. Προσπαθεί να πετύχει τη μπαρουταποθήκη του πλοίου. Η έστω κάποιο βαρέλι.», απάντησα εγώ.
«Τελευταίο χτύπημα! Εάν αποτύχουμε και σε αυτό, τότε θα βρεθούμε σε πολύ δύσκολη θέση.», αποκρίθηκε ο Γκέρ και μας κοίταξε με βλέμμα χαμένο σε ένα βαθύ λήθαργο.
Στο κατάστρωμα δινόταν μάχη για το ποιος θα κυριαρχήσει. Δεν ήμασταν σε θέση ν’ αντιληφθούμε πλήρως την επικρατούσα κατάσταση, όμως μόνο από τις κραυγές που ακούγονταν ήταν εύκολο να συμπεράνει κανείς πως οι πειρατές έδειχναν να έχουν το πάνω χέρι. Σε αυτή τη δύσκολη, όμως κρίσιμη στιγμή ο Γκέρ έβαλε όλη του την τέχνη. Δεδομένο το ότι οι δύο προηγούμενες βολές απέτυχαν να βρουν στόχο κάποιο εύφλεκτο υλικό και αξιοποιώντας την ορατότητα που έδιναν οι τρύπες από τις οβίδες που το είχαν χτυπήσει προσδιόρισε το αμπάρι του πειρατικού πλοίου.
Το κανόνι ετοιμάστηκε, τοποθετήθηκε στη κατάλληλη γωνία και το φιτίλι άναψε. Τα επόμενα πέντε δευτερόλεπτα φανήκαν σαν αιώνας. Ή τελευταία μας φλεγόμενη οβίδα χτύπησε το πειρατικό πλοίο.
«Τίποτα πάλι.», μουρμούρησε ο Κτέμπ.
Όμως τα γεγονότα απάντησαν μόνα τους. Ένας δυνατός κρότος ακούστηκε και ένα φλεγόμενο κύμα τύλιξε το πειρατικό πλοίο.
«Διάνα!», ψιθύρισε ο Γκέρ κι έπειτα μας κοίταξε και πρόσθεσε, «Πάμε να φύγουμε. Καιρός να επισκεφθούμε το κατάστρωμα.».
«Τι έκανε λέει; Εγώ δεν ανεβαίνω εκεί πάνω. Ας πάει ο Σέλκ να γίνει κι ήρωας.», παραπονέθηκε ο Κτέμπ.

-Η συνέχεια δεν έχει να προσφέρει και πολλά στην αφήγηση. Εν συντομία θα πω, ότι πήραμε ο καθένας μας ότι πεσμένο όπλο βρήκαμε από τους νεκρούς ναύτες και ανεβήκαμε στο κατάστρωμα έτοιμοι να υπερασπιστούμε το πλοίο. Οι πειρατές όμως βλέποντας το πλοίο τους να έχει τυλιχθεί στις φλόγες έτρεξαν να σώσουν τους θησαυρούς τους. Οι ναύτες έσφαξαν όσους πρόλαβαν καθώς οι πειρατές επέστρεφαν στα πλοία τους. Ο καπετάνιος ωστόσο μόλις του δόθηκε η ευκαιρία προτίμησε να αποχωρήσει από το πεδίο της μάχης κι έτσι οι ναύτες άρχισαν να σπρώχνουν τα κουπιά μιας και τα πανιά είχαν καταστραφεί ολοσχερώς.
Οι επόμενες ημέρες ήταν εφιαλτικές για μας. Όχι μόνο δεν μας ευχαρίστησαν που σώσαμε το πλοίο και τις ζωές όλων μας, αλλά μας έβαλαν όλους υπό την προστασία του διδασκάλου Μπαρεντάι, ο οποίος μας έβαλε να τραβάμε κουπί μαζί με τους ναύτες. Ευτυχώς ύστερα από τρεις μέρες, αγκυροβολήσαμε στο λιμάνι της νήσου Ρακέν-τόπη.
Εκεί για πρώτη φορά μετά από καιρό φάγαμε ζεστό φαγητό και ήπιαμε καθαρό νερό. Ο Μπαρεντάι ωστόσο δε μας άφησε ν’ απομακρυνθούμε απ’ το πλοίο. Μίλησε με τον καπετάνιο κι έτσι μείναμε να βοηθήσουμε στην επισκευή του πλοίου. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Μπαρεντάι είχε μεγαλώσει στη θάλασσα και αποσύρθηκε από τα καράβια σε ηλικία δεκαπέντε ετών, όταν το πλοίο με τ’ οποίο ταξίδευε βυθίστηκε κι όλο το πλήρωμα χάθηκε. Ήταν ο μόνος επιζώντας, ο οποίος βρέθηκε στην ακτή του Πανεπιστημίου.
Στη Ρακέν-τόπη μείναμε μονάχα πέντε μέρες. Τόσο ώστε να επισκευαστεί πλήρως το πλοίο. Την πέμπτη μέρα αναχωρήσαμε με διεύθυνση νοτιοαναλοτική, προκειμένου να φτάσουμε στο νησί της εκπαίδευσής μας.-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου