Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

Πίσω Απ' τον Καθρέφτη

***Ένας καθρέφτης έχει τεράστια δύναμη. Είναι ένα από τα καθημερινά αντικείμενα, τα οποία χρησιμοποιεί κανείς. Υπάρχουν αρκετές λαογραφίες που αναφέρονται στο τι συμβαίνει όταν σπάει ένας καθρέφτης. Αυτό αποτέλεσε πηγή έμπνευσης μου προκειμένου να γράψω το παρακάτω διήγημα. Δεν ξέρω κατά πόσο προσεγγίζει αυτό που είχα ως αρχική ιδέα, ελπίζω όμως να αρέσει. Καλή Ανάγνωση!***


Κάθε φορά που δύο καθρέφτες τοποθετούνται ο ένας απέναντι απ’ τον άλλο άπειροι κόσμοι δημιουργούνται. Κανένας δεν γνώρισε ποτέ αυτούς τους κόσμους. Η είσοδος είναι καλά σφραγισμένη στο γυαλί του καθρέφτη. Κάθε καθρέφτης που φτιάχνεται αποτελεί και μία είσοδος σ’ ένα νέο κόσμο. Κάθε καθρέφτης που σπάει δημιουργεί σύγχυση μεταξύ αυτών των κόσμων, μεταφέροντας ενέργειά στα σώματα που βρίσκονται γύρω του εκείνη τη στιγμή.

Ο Θρέσιους ήταν Ιταλικής καταγωγής και κατοικούσε στο κέντρο της Αθήνας. Κατασκεύαζε καθρέφτες, τους οποίους πουλούσε σ’ ένα μικρό καταστηματάκι στο Θησείο. Οι καθρέφτες του προσεκτικά ήταν φτιαγμένοι. Η βάση τους ήταν συνήθως από ξύλο καρυδιάς ή έβενο. Έπειτα τοποθετούσε την πλάκα γυαλιού η οποία είχε απαλειφθεί με αλουμίνιο. Τέλος στόλιζε το ξύλο με διάφορα σχέδια και λίθους, δημιουργώντας μ’ αυτό τον τρόπο μία εντυπωσιακή αίσθηση. Όποιος στεκόταν μπροστά απ’ τους καθρέφτες του, χανόταν βαθιά μέσα στη αντανάκλασή του. Μαγευόταν από την προβολή του.

Κάποια μέρα ο Θρέσιους αποφάσισε να δημιουργήσει τον τέλειο καθρέφτη. Ήθελε να μπορεί να βλέπει πλήρως τον εαυτό του. Έτσι δημιούργησε μία βάση τέτοια ώστε να μπορούν να τοποθετηθούν δύο ολόσωμοι καθρέφτες ο ένας απέναντι από τον άλλο. Τοποθέτησε το γυαλί δημιουργώντας ένα μοναδικό συνδιασμό αντανάκλασης. Έπειτα στόλισε τη βάση με μικρότερους καθρέφτες. Έτσι ώστε σε όποιο σημείο της βάσης και αν κοιτούσε κανείς, θα μπορούσε να δει την προβολή του. Ωστόσο μαγεύτηκε τόσο από αυτό που δημιούργησε κι έτσι αποφάσισε να μην το πουλήσει. Αντιθέτως, στόλισε αυτό το μοναδικό καθρέφτη στη βιτρίνα του, ώστε να τον θαυμάζουν όλοι.

Πράγματι του επόμενους μήνες, ο καθρέφτης του Θρέσιους είχε γίνει διάσημος. Αρκετοί επισκέπτονταν το μαγαζί του προκειμένου να δουν την αντανάκλασή τους σ’ εκείνο τον καθρέφτη. Πολλοί ήταν κι εκείνοι που προσέφεραν υπέρογκα ποσά χρημάτων ώστε να τον αγοράσουν. Όμως ο Θρέσιους αρνήθηκε κάθε προσφορά. Ο καθρέφτης δεν ήταν για πούλημα. Ανήκε σε όλους. Για εκείνον η κατασκευή ενός καθρέφτη ήταν τέχνη. Ήταν η τέχνη του καλαίσθητου, η τέχνη της ψυχής, η τέχνη που αντικατόπριζε τους ανθρώπους. Ένιωθε πως οι καθρέφτες του είχαν δύναμη. Δεν φανταζόταν όμως το μέγεθος της δύναμής τους.

Έξι μήνες αργότερα, ημέρα Σάββατο, όγδοη μέρα του μήνα Νοέμβρη, ο Θρέσιους έκλεισε νωρίς το απόγευμα, το κατάστημα του. Κατέβασε τα ρολά ασφαλείας, αποκόπτωντας τη θέα στο εσωτερικό του καταστήματός του από τον εξωτερικό χώρο. Προχώρησε προς το μικρό γραφείο που είχε στη γωνία του καταστήματός του κι αφότου το φώτισε με μία μικρή λάμπα, άρχισε να σχεδιάζει το στυλ ενός νέου καθρέφτη. Το φως της αναμένης, πάνω από το γραφείο του, λάμπας ήταν το μόνο αναμένο φως στο κατάστημά του. Γύρω στις δέκα και μισή κι ενώ ήταν απορροφημένος στα σχέδιά του, ένα δυνατό μπλε φως άρχισε να φαίνεται στο βάθος.

Ο Θρέσιους αρχικά δεν το αντιλήφθηκε. Στη συνέχεια όμως όταν το φως δυνάμωσε έστρεψε το βλέμμα του προς εκείνη την κατεύθυνση. Φοβήθηκε πως κλέφτες μπήκαν να πάρουν τον καθρέφτη. Έσβησε το φως του γραφείου του, πήρε ένα σφυρί που είχε τοποθετημένο στο πρώτο συρταρι του γραφείου του και άρχισε να πλησιάζει προσεκτικά το μπλε φως. Με κάθε βήμα που έκανε κοιτούσε προσεκτικά προς την κατεύθυνση απ’ όπου πήγαζε το μπλε φως. Όταν έφτασε προς το κέντρο του καταστήματος, άρχισε να κοιτάζει τους καθρέφτες στους οποίους αντανακλούσε το φως. Τότε παρατήρησε πως το φως πήγαζε από τον περίφημο διπλό καθρέφτη που είχε δημιουργήσει.

Ακούμπησε το σφυρί στο έδαφος και περπάτησε προς τον καθρέφτη. Στάθηκε μπροστά από το μπλε φωτισμένο γυαλί του καθρέφτη. Έμεινε γι’ αρκετή ώρα ακίνητος να κοιτάει αυτό το περίεργο φαινόμενο. Δεν ήξερε τι συνέβαινε, αλλά δεν έδειχνε και να τον ενδιαφέρει. Το μπλε φως άρχισε να χαμηλώνει. Η προβολή του άρχισε να σκοτεινιάζει και να παραμορφώνεται. Από τον πίσω καθρέφτη άρχισε να εμφανίζεται μία λευκή περικοκλάδα η οποία αρχικά τυλίχτηκε στο πόδι του και στη συνέχεια προχώρησε προς το υπόλοιπο σώμα του. Εκείνος καθόταν ακίνητος. Μαγεμένος από την ίδια του την προβολή. Μαγεμένος από τις εικόνες που προβάλονταν σαν ταινία στον καθρέφτη εμπρός του.

Η μαγεία λύθηκε όταν η περικοκλάδα άρχισε να τον τραβά με δύναμη προς τα πίσω. Παραπάτησε κι έπεσε στον πίσω καθρέφτη. Η βάση έσπασε εύκολα και ο καθρέφτης έπεσε στο έδαφος και διαλύθηκε. Ένα ισχυρό κύμα ενέργειας ξεχύθηκε μέσα στο κατάστημα. Ένας ένας οι καθρέφτες ράγιζαν και κομματιάζονταν. Τελευταίος έσπασε ο καθρέφτης που βρισκότανε μπροστά του. Τη στιγμή που έσπασε, ο Θρέσιους ένιωσε αδύναμος. Έπειτα όλα γύρω του σκοτείνιασαν.

Όταν ξαναβρήκε τις αισθήσεις του βρισκόταν σ’ ένα περίεργο μέρος. Γύρω του έβλεπε τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Κοίταξε πάνω και είδε ένα χρωματιστό στρόβυλο να κυματίζει. Κοίταξε γύρω του και στο βάθος κυριαρχούσε ο ίδιος στρόβυλος. Δεν υπήρχαν κτίρια, ούτε δέντρα, ούτε τείχος, ούτε τέλος. Υπήρχαν μόνο χρώματα του ουράνιου τόξου. «Ονειρεύομαι!», σκέφτηκε και προσπάθησε με κάποιο τρόπο να ξυπνήσει. Όμως οι προσπάθειές του ήταν μάταιες. Η ψυχή του είχε περάσει σε άλλη διάσταση. Ήταν εγκλωβισμένος στη διάσταση του καθρέφτη.

Άρχισε να περιφέρεται τυχαία μέσα σε αυτή τη διάσταση. Ωστόσο το μοτίβο των χρωμάτων ήταν τόσο έντονο, που δινόταν η αίσθηση πως έμενε ακίνητος. Προσπάθησε να βρει τρόπο για να ξεφύγει από αυτό το μέρος. Κάθισε πάνω σε μία μία λωρίδα κίτρινου χρώματος και πήρε μία βαθιά ανάσα. Ακούμπησε με τα χέρια του το έδαφος κι ένιωσε μία απαλή υφή. Για μια στιγμή ένιωσε το χέρι του να διαπερνά τα χρώματα. Αισθάνθηκε πως βουτά το χέρι του σ’ ένα κουβά με χρωματιστή μπογιά. Έκανε με το δάχτυλό του την κίνηση ν’ ανακατέψει τη χρωματιστή «μπογιά» και παρατήρησε πως ο στρόβυλος άρχισε να διαταράσσεται.

Σε διάφορα σημεία του χώρου δημιουργήθηκαν χρωματιστοί πήδακες. Η διάσταση άρχισε ν’ αλλάζει σημαντικά και να παίρνει μορφή. Τα χρώματα άρχισαν να στροβιλίζονται γρηγορότερα δημιουργώντας το λευκό. Λευκές κολόνες έκαναν την εμφανισή τους. Επίσης μπροστά στο Θρέσιους εμφανίστηκε ένα λευκό τραπέζι και μία καρέκλα. Τέσσερις τοίχοι ορθόθηκαν δημιουργώντας ένα δωμάτιο. Ο ένας από αυτούς τους τείχους είχε μία πόρτα με δύο λοντάρια σκαλισμένα πάνω της. Η έγχρωμη άπειρη διάσταση που βρισκόταν προηγουμένως ο Θρέσιους, μετατράπηκε σ’ ένα λευκό και πεπερασμένο δωμάτιο.

Ο Θρέσιους κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Την άνοιξε και βρέθηκε έξω από μία ξύλινη καλύβα, δίπλα σ’ ένα ρυάκι, στη μέση ενός δάσους. Ο αέρας δυνάμωσε κι ο ήχος από έλικες ελικοπτέρου διατάραξαν την ηρεμία του δάσους. Ένα γκρι ελικόπτερο με δύο έλικες προσγειώθηκε κοντά στο ποτάμι. Από το ελικόπτερο ξεπρόβαλαν δύο φιγούρες με γκρίζα μεταλική στολή. Το πρόσωπό τους ήταν καλυμμένο με κράνος και στα χέρια τους κρατούσαν ένα αρκετά εξελιγμένο όπλο. Ο Θρέσιους προσπάθησε να τρέξει, όμως μέσα από το δάσος εμφανίστηκαν περισσότεροι στρατιώτες, οι οποίοι άρχισαν να τον σημαδεύουν.

«Κρατείστε χαμηλά τα όπλα σας.», ακούστηκε μία αυστηρή φωνή από το μέρος του ελικοπτέρου. Ο Θρέσιους γύρισε και είδε έναν ψηλό άνδρα, με Ρωμαϊκό ανάστημα. Είχε ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια. Στην πλάτη του ανέμιζε μία γκρίζα κάπα μ’ ένα κόκκινο λιοντάρι ζωγραφισμένο πάνω της. Ο άνδρας τον πλησίασε και με δυνατή φωνή είπε, «Πέρασε καιρός από την τελευταία φορά που κάποιος από εσάς κατάφερε να περάσει σε αυτή εδώ τη διάσταση. Πως σε λένε;». Ο Θρέσιους τον κοίταξε καχύποπτα και στη συνέχεια απάντησε, «Θρέσιους είναι τ’ όνομα μου. Εσύ ποιος είσαι;». Ο άγνωστος άνδρας γέλασε και είπε, «Εμένα με λένε Ζαχύρ, είμαι ο άρχοντας του κόσμου πίσω από τον καθρέφτη. Κάποτε οι άνθρωποι ερχόντουσαν σε μένα και μου ζητούσαν χάρες. Ζητούσαν τη γνώμη μου για την εμφανισή τους. Όμως πέρασαν χιλιάδες χρόνια από την τελευταία φορά που με επισκέφτηκε κάποιος από το είδος σου. Σφράγισα καλά την είσοδο, ώστε η ψυχή του να χάνεται πριν προλάβει να μπει σε αυτόν εδώ τον κόσμο. Θα πρέπει να είσαι ξεχωριστός για να μπόρεσες να έρθεις εδώ πέρα. Ακολούθησέ με!».

Ο Θρέσιους ακολούθησε τον Ζαχύρ στο ελικόπτερο. Πέταξαν προς την πρωτεύουσα Γερβάντα, που βρίσκεται στη μέση μιας οροσειράς βόρεια του δάσους. Προσγείωσαν το ελικόπτερο στο παλάτι του Ζαχύρ και κατευθύνθηκαν προς την τραπεζαρία όπου εκεί ο Ζαχύρ προσέφερε στο Θρέσιους ένα πλουσιοπάροχο γεύμα. Καθ’ όλη τη διάρκεια του γεύματος ο Ζαχύρ ρωτούσε τον Θρέσιους για την εξέλιξη του κόσμου έξω από τον καθρέφτη. Έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο τεχνολογικό και πολεμικό επίπεδο, παρά στις σχέσεις μεταξύ των λαών. Όταν τελείωσαν το γεύμα ο Ζαχύρ έδωσε εντολή σε δύο από τις υπηρέτριες του να συνοδεύσουν τον Θρέσιους στο δωμάτιο του.

Στο δωμάτιο του Θρέσιους υπήρχε μία μικρή βιβλιοθήκη κι ένας περίτεχνος καθρέφτης φτιαγμένος από χρυσό και διαμάντι. Ο Θρέσιους άρχισε να διαβάζει τους τίτλους των βιβλίων που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη και κίνησε την περιέργεια του ένα κόκκινο βιβλίο με τίτλο «Ιστορίες από τους Ταξιδιώτες». Πήρε το βιβλίο και άρχισε να το ξεφυλλίζει. Σε μία σελίδα έγραφε για το ταξίδι του Νάρκισσου. Ο Νάρκισσος όταν κοίταξε τον εαυτό του στη λίμνη, θαμπώθηκε με την ομορφιά του. Έτσι ένα μέρος της ψυχής του πέρασε σε αυτή τη διάσταση μέσω της δύναμης που ασκούσε η αντανάκλαση του στο νερό. Χωρίς να το καταλάβει έμεινε πολύ καιρό σε αυτό τον κόσμο κι έτσι πέθανε.

Ένα άλλο σημαντικό πρόσωπο που επισκέφτηκε αυτό τον κόσμο ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας. Το θέλγητρο που είχε για τον εαυτό του, τον έκανε να περνάει ώρες μπροστά από τον ολόσωμο καθρέφτη του. Έτσι μία μέρα πέρασε σε αυτή τη διάσταση, ανακαλύπτωντας τη δύναμη που κατείχε ένας απλός καθρέφτης. Γνώρισε το Ζαχύρ και έγιναν φίλοι. Σχεδόν κάθε μέρα ο Καίσαρας παιρνούσε μία ώρα στον κόσμο του καθρέφτη και συζητούσε με τον Ζαχύρ για την πολιτική εξέλιξη της Ρώμης. Ο Ζαχύρ του έδινε συμβουλές, ενώ στο τέλος του χάρισε ένα τάγμα από στρατιώτες του κόσμου του καθρέφτη. Με αυτό το σπουδαίο τάγμα, ο Ιούλιος Καίσαρας κατέκτησε την Ιβηρική χέρσονησο. Δυστυχώς όμως ο Ζαχύρ δεν πρόλαβε να τον ενημερώσει έγκαιρα για τα σχέδια τη συγκλίτου κι έτσι δολοφονήθηκε από αυτή. Ο Ζαχύρ ωστόσο βοήθησε τον Οκταβιανό, που ήταν απόγονος του Ιούλιου, να γίνει μονοκράτορας.

Τελευταίος στο βιβλίο ήταν ο Νέρωνας. Ο Ζαχύρ βοήθησε κάθε Αυτοκράτορα της Ρώμης όσο μπορούσε. Ωστόσο στο Νέρωνα αντιμετώπισε δυσκολίες. Αρχικά ο Νέρωνας άκουγε τις συμβουλές του, ωστόσο με την πάροδο του χρόνου έγινε ξεροκέφαλος. Έτσι ο Ζαχύρ του απαγόρεψε να εισέρχεται στον κόσμο του καθρέφτη. Ο Νέρωνας όμως δεν τον άκουσε. Εισέβαλε με στρατό στον κόσμο του καθρέφτη, για να δολοφονήσει το Ζαχύρ. Δυστυχώς όμως απέτυχε. Ο Ζαχύρ έβαλε φωτιά στη Ρώμη κι έτσι ξέσπασε η μέγαλη πυρκαγιά. Ο Νέρωνας τάχθηκε σε φυγή από τον κόσμο του καθρέφτη και ο Ζαχύρ σφράγισε την είσοδο. Έτσι αποκόπηκε η είσοδος των κόσμων.

Ο Θρέσιους πέρασε όλο το απόγευμα διαβάζοντας το βιβλίο αυτό. Υπήρξαν κι άλλα μεγάλα ιστορικά ονόματα που επισκέφτηκαν αυτόν τον κόσμο, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος. Όταν τέλεισε το διάβασμα, ο Ζαχύρ τον φώναξε για βραδινό. Στη μεγάλη τραπεζαρία συζήτησαν για το πως κατάφερε ο Θρέσιους να περάσει σε αυτή τη διάσταση, ενώ ο Θρέσιους ρώτησε να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την επιρροή του Ζαχύρ στη συνεισφορά των ιστορικών γεγονότων. Ο Θρέσιους περιέγραψε όλα όσα είδε εώς ότου βγει από την πόρτα της καλύβας, ενώ ο Ζαχύρ έδειξε αρνητικός απέναντι στις ερωτήσεις που του έκανε ο Θρέσιους. Τα πράγματα είχαν αλλάξει από την τελευταία φορά που ο κόσμος του καθρέφτη καλωσόρησε τον Νέρωνα, τον τελευταίο ταξιδιώτη. Το δείπνο έληξε, με το Θρέσιους να πέφτει σ’ ένα βαθύ ύπνο.

Όταν ξύπνησε ο Θρέσιους, βρισκόταν δεμένος χειροπόδαρα σε ένα μαχητικό αεροσκάφος προχωρημένης τεχνολογίας. Συγκεκριμένα βρισκόταν δεμένος στο πιλοτήριο, δίπλα στην κυβερνητική καρέκλα του Ζαχύρ. Ο Ζαχύ καθώς τον είδε γέλασε και άρχισε να μονολογεί, «Χαίρομαι που επιτέλους ξύπνησες. Είσαι το κλειδί μεταξύ των κόσμων μας. Κάποτε ο Νέρωνας επιχείρησε να κυριάρχήσει σε αυτή εδώ τη διάσταση, όμως στην πραγματικότητα ο πολιτισμός σας είναι κατώτερος. Και κατώτερες υπάρξεις σαν εσάς, πρέπει να αφανιστούν. Περίμενα πολύ καιρό τη στιγμή που κάποιος από εσάς θα ερχόταν σε αυτή εδώ τη διάσταση. Το ότι ήρθες, σημαίνει ότι υπάρχει ακόμα σύνδεση μεταξύ των κόσμων μας, έτσι αρκεί απλά να βρω την πύλη κι έναν καθρέφτη αρκετά μεγάλο, ώστε να περάσουν τα μαχητικά μου αεροσκάφη.». «Προδότη!», απάντησε ο Θρέσιους, όμως ο Ζαχύρ δεν ενοχλήθηκε. Έδωσε εντολή να ξεκινήσουν.

Πεντακόσα μαχητικά αεροσκάφη, που το καθένα κουβαλούσε από εκατό μικρότερα πολεμικά αεροπλανοφόρα, εκατό πολεμικά οχήματα εδάφους και δύο χιλιάδες πολεμιστές του πεζικού, υψώθηκαν στον αέρα. Ο Ζαχύρ έδωσε το σήμα και τα αεροσκάδη χρησιμοποίησαν ένα ενεργειακό κύμα ώστε ν’ ανοίξουν μία πύλη προς τη Γη. Μέσα σε λίγα λεπτά είχαν περάσει σε μία λευκή διάσταση, η οποία έδωσε τη θέση της στη διάσταση με τους πολύχρωμους στρόβυλους. Ο Ζαχύρ χρησιμοποίησε μία ειδική πυξίδα ώστε να ελέγχει την κίνηση του μέσα σ’ αυτή τη διάσταση. Όταν έφτασε στο σημείο προορισμού του, χρησιμοποιήθηκε ξανά το ενεργειακό κύμα. Η διάσταση τυλίχτηκε στο σκοτάδι. Ο Θρέσιους ξύπνησε στο πάτωμα του καταστήματος του αναστατωμένος. Γύρω του υπήρχαν γυαλιά από σπασμένους καθρέφτες.

Αρχικά δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβη. Είχε ένα φριχτό πονοκέφαλο και πονούσε σε αρκετά σημεία του σώματός του. Στη συνέχεια όμως θυμήθηκε. Θυμήθηκε το πρόσωπο του Ζαχύρ, τα πλουσιοπάροχα γεύματα και τέλος τα σχέδιά του να πολιορκήσει τη Γη. Ήταν όμως αβέβαιος για το αν όλα αυτά είχαν συμβεί η όχι. Έτσι αποφάσισε να αφήσει το μαγαζί του στην κατάσταση που βρισκόταν και να επιστρέψει στο σπίτι του. Το ρολόι έδειχνε δύο λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα. Βγήκε από το κατάστημά του και κατευθύνθηκε προς το Μοναστηράκι.

Οι δρόμοι ήταν νεκρικοί. Οι καφετέρειες ήταν άδειες από κόσμο. Τα φώτα ήταν ανοιχτά και σε πολλά νυχτερινά κέντρα ακουγόταν μουσική. Το μετρό δεν πέρασε ποτέ, ούτε υπήρχε κανένας εκτός από το Θρέσιους να το περιμένει. Πήρε το δρόμο της επιστροφής για το κατάστημά του. Καθώς όμως πέρασε από ένα περίπτερο την προσοχή του τράβηξε ο τίτλος από μία εφημερίδα, «Μυστηριώδης Αεροσκάφος Εμφανίστηκε Μέσα Από Τζαμαρία στη Νέα Υόρκη!». Τότε κατάλαβε πως όλα ήταν αλήθεια. Ο Ζαχύρ είχε κυριαρχήσει στη Γη. Όλοι εκτός από αυτόν είχαν πεθάνει.

Έτρεξε πίσω στο κατάστημά του. Κατευθύνθηκε στην τουαλέτα και κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Προσπάθησε να εισχωρήσει στην άλλη διάσταση. Οι προσπάθειες του όμως ήταν μάταιες. Δεν κατάφερε ποτέ να επιστρέψει στη διάσταση του καθρέφτη. Το ρολόι τότε χτύπησε δώδεκα. Μεσάνυχτα! Στον καθρέφτη άρχισαν να εμφανίζονται πρόσωπα. Εμφανίζονταν νεαρά κορίτσια που φάβονταν, νέοι που χτένιζαν το μαλλί του, γιαγιάδες που έπλεναν τα δόντια τους. Εμφανίζονταν μοντέλα που κοιτούσαν να δουν ποιο φόρεμα ταιριάζει καλύτερα πάνω τους. Ο καθρέφτης έμοιαζε σα ζωντανός πίνακας. Ο Θρέσιους φώναζε, όμως κανένας δεν τον άκουσε. Προσπάθησε να γράψει με το χέρι του στον καθρέφτη λέξεις, όμως κανένας δεν τις πρόσεξε. Έτσι έμεινε εκεί να κοιτάει τον καθρέφτη. Έμεινε εκεί μέχρι ν’ αφήσει την τελευταία του πνοή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου